Πέμπτη 7 Ιουνίου 2018

Παραλλαγές στην Προδοσία Ενός Πατέρα

Ρε μπάρμπα, του λέω στο όνειρο, τι φτιάνεις εδώ; Το κτίριο ήταν όπως της Αγροτικής Τράπεζας στη λεωφόρο της Αμαλιάδας. Εκείνος με κουστούμι αλλά χωρίς γραβάτα και ζώνη, όπως πήγαιναν οι αγρότες να μιλήσουν για τα δάνεια, λίγο κυρτοί να μην τους κάθεται καλά το ρούχο. Πες του γιου μου του ανεπρόκοπου, άρχισε, βρυκόλακας θα γίνω και θα του πάθουν τα παιδιά, που με άφηκε εδεκεί στα δικαστήρια, μια ψυχή ξεφτιλισμένη. Αφού δεν είχε τ' απαυτά για να τα βγάλει πέρα, τι μου ανακάτωσε την ψυχή στα δικαστήρια; Επειδή κατάλαβα του λέω: Δεν είναι κακός ο Δημήτρης, του λέω, μονάχα τσαλαφός. Πες του, μου λέει, να έρθει πηλάλα να πάρει την ψυχή μου από εδωχάμω που την παραπέταξε, ο αποριγμένος, γιατί θα τονε βρει κακό. Κι αυτόν και τη φαμίλια του. Με παράτηξε ρε, καταλαβαίνεις ο προδότης, μα θα τονε σιάξω εγώ. Να πάει να φουρκιστεί το κάθαρμα.

(Πως θα έλεγε ο Στήβεν Δαίδαλος... Λέγε Ιησουίτη...
Πατέρας που θυμώνει
τα μάτια ξεριζώνει
ζήτησε συγνώμη
ζήτησε συγγνώμη)

Σαράντα μέρες νηστεία, να τους διαβάζει ο παπάς ούλους και σαρανταλείτουργο κι απέκει θα δω. Το γιορτόπιασμα, το σημαδεμένο. Μη χέσω την ώρα που τον έσπειρα. Σώπα μπάρμπα, του είπα, και πετάχτηκα... Από την Αγία Κυριακή της Κάτω Κηφισιάς έρχομαι. Πήγα να του βάλω ένα κεράκι, όπως σε όλες τις ψυχές τις πειραγμένες, και του γιου του μαζί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου