Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

Επιθανάτιας Κλίνης

Στην Πελοποννήσο περνούν ολόκληρη ζωή αδέλφια και συγγενείς χωρίς να μιλάνε για μια κληρονομιά για τα σύνορα στα χωράφια για ένα δικαστήριο... μα μόλις κανείς από τους εχθρούς αυτούς φτάνει προς θάνατον μαζεύονται όλοι μαζί στους διαδρόμους του νοσοκομείου να συγχωρεθούν όπως λένε. Θα έλεγες μάλιστα πως η αδιαφορία και κάποτε η εχθρότητα ενδυναμώνονται στο χρόνο από την ύπαρξη αυτής της τελευταίας συγχώρεσης. Επειδή το έχω δει τόσο πολύ να παίζεται στη ζωή μου δεν θέλω να το παίξω στη λογοτεχνία. Θα πάμε σκληρά και ασυγχώρητα. Δεν βρίσκω να μου χρωστάει κανείς τίποτα σε αυτή τη χώρα. Κι αυτό ισχύει και προς τις δυο κατευθύνσεις. Και δε μου χρωστάει και δεν αποδέχομαι κανενός είδους αναγνώριση. Το έχω ξαναπεί, πως σε μια χώρα που όλοι κλαίγονται κι ίσως να έχουν δίκιο ότι πήραν λιγότερα, εγώ ε΄χω την σαφή αίσθηση ότι πήρα περισσότερα. τα έφεραν έτσι οι συγκυρίες που βρηκα πλάγιους δρόμους να υπερβώ κάθε εμπόδιο που φαντάστηκε κάποιος από αδιαφορία η επί τούτου για μένα. Γι αυτό και τις γλαδιόλες της κηδείας μου βάλτετες στον κώλο σας. θα έχω άνθρωπο να σας πετάει έξω από την εκκλησία. Είπαμε: σκληρά κι ασυγχώρητα.

Ο Ενδυμίων και τα φτερά

Ο Ενδυμίων κοιμάται γιατί δεν έχει έγνοια για την αγορά. Ελευθερώνει βιβλία σαν πουλιά που δεν είναι πληγωμένα από την παράλληλη φιλοδοξία του μηχανισμού μετάδοσης. Αυτό είναι το μυστικό που τον διακρίνει και θα τον διακρίνει για πολύ καιρό απότι φαίνεται. Είναι εκδοτικός οίκος κενώσεως και όχι υπερβάσεως. Στη διεστραμμένη εποχή μας τη γεμάτη λογοκρισίες και για τα ασήμαντα κάποιος δεν θέλησε να αναλάβει, μπορεί και να τον πίεσαν διακριτικά, την παρουσία του Ενδυμίωνα στη νεκρανάστασή του. Δικαίωμά του. Όπως δικαίωμά μας κι εμάς να μην επιτρέπουμε ούτε δια παραλείψεων και δια του πλαγίου να αγγίζει το δηλητήριο της αγοράς τις αρχικές του προθέσεις. Δεν θα μάθουμε δεν θα γίνουμε πιο πονηροί πιο επιφυλακτικοί εκδικητικοί στο μέλλον για κακές συμπεριφορές στο παρελθόν κάποιων που δεν κατάλαβαν τις προθέσεις και τη φιλοσοφία του. Αποπέμψαμε λοιπόν αυτόν που είχε την δυσκολία να αναλάβει την παρουσία του αλλά στην ουσία τον ελευθερώσαμε από τη δυσκολία να αναλάβει τη σημασία του στη δική του περίπτωση. Έχοντας πλήρη συνείδηση ότι σε μερικούς μήνες θα συνεχίσει να τραβά τραβά τραβά προς τη δόξα και δεν θα θυμάται απολύτως τίποτα, αν δεν μας κακολογεί κιόλας για τη μη υποταγή μας στις πάνδημες λογικές της βρώμικης κατακύρωσης του καιρού μας.

Μετωπικά με το χρόνο

Αυτό που κατάφεραν οι του 70 με την ακρισία και το εξωποιητικό κριτήριο και την τσογλανιά της καταγραφής μιας ομάδας από διατεταγμένο κριτικό, που έγινε της πλάκας μιλώντας επί παντός του κινουμένου ποιητού μιας κλίκας, είναι να διαλύσουν κάθε αναχωματική διάκριση αξιολόγησης και να φέρουν το ποιητή αντιμέτωπο κατά μέτωπον με το χρόνο. Αυτό που απωθήθηκε, η αυστηρή καταγραφή της σημασίας του έργου, επανέρχεται με τρόπο οξύ ακυρώνοντας κάθε αρχείο, κάθε εξουσιαστική πρσπάθεια χειραγώγησης του γούστου μέσα από την σοβιετική τακτική της κατάληψης της μνήμης ως και από τα σχολεία. Οι ποιητές βρίσκονται πια ενώπιον του χρόνου ωμά καθώς κάθε αποτίμηση και ανταμοιβή σβήνεται από τη μνήμη και δεν μετατρέπεται σε φορέα εγγραφής στη συνείδηση του κόσμου καθώς όλοι οι ιμάντες είναι ή φαλκιδευμένοι ή σπασμένοι. Υπάρχει μια επιτάχυνση της απόσβεσης της παρουσίας που λογικά κάποιους θα τους ακολουθούσε μετά θάνατον. Μια απόσβεση που γίνεται γρήγορα αποκαλύπτοντας τον τεχνικό τρόπο και όχι τον κατ'αξίαν με τον οποίο πολύ επέλευσαν για χρόνια στηριζόμενοι στη θέση τους στη δημοσιότητα κυρίως ή σε άλλες παράπλευρες εξουσίες. Το σκηνικό έχει σπάσει σε ομάδες που ψάχνουν μια διακριτή παρουσία σε μια σούπα φωνών αλλά καμιά δεν μπορεί να κατισχύσει. Το αντίθετο, βλέπουμε να υποβαθμίζεται και ο ρόλος παραδοσιακών θεσμικών κέντρων όπως η Εταιρίες Συγγραφέων που γίνονται αδρανείς ομάδες που απεγνωσμένα κάνουν τους τελευταίους σπασμούς ελέγχου της δημοσιότητας. Από όλα αυτά είναι σαφές ότι θα χάσουν άνθρωποι αλλά η ποίηση θα κερδίσει, πετώντας σαν άχρηστο φορτίο τις ανθεκτικές μετριότητες.

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

Πορνογράφοι του καρκίνου

Με ποιο δικαίωμα παραβιάζετε τη σιωπή των άλλων ασθενών
και μιλάτε δημόσια για τον καρκίνο σας; Επειδή έχετε την πρόσβαση:
Πιστεύετε ότι βοηθάει πουθενά ή σαν μια ύστατη κίνηση
ναρκισσιμού και θεώρησης της δημοσιότητας ως εκπλήρωσης
ζωής, σαν έσχατο ακκισμό αυτού που μην έχοντας σωσίβιο
πιάνεται από τα μαλλιά του γυρεύοντας μια πίστη
που στον φενακισμένο κόσμο της δημοσιότητας δεν υπάρχει;
Η δημοσιότητα και δημοσιοποίηση δεν είναι θεραπεία
Απόδειξη ότι η επιδίωξη της δημοσιότητας ως λύση
στην πρότερη ζωή σας δεν απέτρεψε τον καρκίνο.
Και πιθανότατα πάσχετε από καρκίνο επειδή στις αντιξοότητες
και τις αντιφάσεις του βίου σας διαλέξατε τη δημοσιότητα
ως θεραπεία τους.

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

Παπαράκου Μπράδερς

Ο ένας μου στέλνει κείμενο με 95 άνω τελείες, φοριέται πολύ, το είδα και σε μιαν άλλη ξιπασμένη, αλλά δεν ξέρει να βάζει άνω τελεία στον υπολογιστή. Ο άλλος, περιστασιακός σύζυγος δημιουργού προς θάνατον ήθελε να βγάλει υπεραξία δημοσιότητος και πήρε τ' αρχίδια μου... Τώρα η αιτία της κλάψας του είμαι εγώ, αλλά δεν τολμάει να το πει στα ίσια, γιατί θα τον γαμήσω στεγνά και βάζει τρίτους. Μα ακριβώς αυτό είναι που μου αρέσει. Ότι βάζει τρίτους. Οι μετά θάνατον πλατωνικοί ερασταί κειμένων προηγούνται των ευκαιριακών συζύγων, παλαιόθεν

Αναμνήσεις Πρώτης Εκδόσεως

Είχε ένα μικρό εκδοτικό οίκο. Τον πλήρωσα βέβαια. Τον ευχαρίστησα κιόλας για την πείρα του , αλλά στην τελική εμφάνιση είχε φάει ένα στίχο, που έκοψα χαρτάκια και τα κόλλησα αντίτυπο αντίτυπο για να τον συμπληρώσω. Τα χειρόγραφα δεν μου τα επέστρεψε ποτέ. Η συλλογή δεν εκρίθη άξια να λάβει αποκάτω το όνομα του εκδοτικού του οίκου, όπως έτυχαν οι διπλανοί μου τότε φίλοι. Έτυχε όμως της προσοχής του κου Κώστα Σταματίου στα ΝΕΑ που εράνισε κι ένα ποίημα. Ο εκδοτικός του οίκος φυτοζωεί ακόμα. Μάλιστα μου ζήτησε να γίνουμε και φίλοι στην προσωπόβιβλο. Τώρα ο εκδοτικός οίκος που έχω εγώ έχει βγάλει πιο πολλά βιβλία από τα δικά του. Προσφέροντας σε νέους την αξιοπρέπεια που δεν μου πρόσφερε αυτός όχι μονάχα δεν μου έχει αφήσει τραύμα, αλλά μου έχει κάνει διάφανη τη νοοτροπία του. Κοινωνική κατωτερότητα, αναπλήρωση. Αν το δει στον τοίχο μου, θα με μπλοκάρει σίγουρα. Αν και δεν είμαι πολύ σίγουρος ότι παρατηρεί. Τραβά προς τη δόξα, αυτή τη μίζερη των πέντε τετραγώνων πέριξ της Σόλωνος. Που κι αυτή δεν του κάθισε.

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2017

Φιλοδοξία



Τον καφέ της κηδείας σας θα τον πιω μακριά
σε καφενείο Ναυπλίου με γυναίκες να περνούν
παλτά ανεμισμένα και ομπρέλες ρόζ. Γιατί
περιφρονώ εν ζωή το κάθε ετεροχρονισμένο
που επιφυλάχθηκε για μένα. Τα σ' αγαπώ μου
εγώ, επιτρέψτε μου το εγώ, τα λέω τώρα
κι απ' το να μη συχνάζω στο αγοραίο αίσθημα
εκείνων που ερεθίζουν τη δημοσιότητα επί ματαίω
και του λοιπού σε σκληρό νόμισμα έχω αποφασίσει
να ζήσω αυτό που ίσως δεν έγινα ως τον καφέ
μετά τα φτυάρια της κηδείας μου που να λένε
πως με τη χάρη της ζωής του γυναικών
έζησε σαν μεγάλος ποιητής και συγγραφέας

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

Μαθήματα

Όποιος θέλει να παίξει οριεντάλ
τη μαντάμ Μποβαρύ δυο αιώνες μετά
καλό είναι να θυμάται
πως όλα τελειώνουν όταν αρχίζουν
οι διαμαρτυρημένες συναλλαγματικές.

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2017

Γενεά Απερχομένη


Έτσι θα πάνε. Με το λοφίο ενός εγώ
από μάταιο ερεθισμό δημοσιότητας
χωρίς ούτε ένα στίχο στη συνείδηση του κόσμου
με όνομα μόνο κι ένα απλό μονόστηλο
στο εκβιασμένο αυτό αρχείο πεπραγμένων
που μνημονεύει πιο πολύ τον Γκαίμπελς κι όχι ποίηση
Κάτι απώλειες υπερτιμημένες
για περιπάτους Καρυωτάκη στο νεκροταφείο
μιας εποχής που θέλησε ελάφια να αμολύσει
στη φρεσκοχυμένη άσφαλτο στο εναρκτήριο λάκτισμα
προς την επόμενη χρεοκοπία
μιας χώρας που όσο περισσεύουν ποιητές
τις λείπουν υποκείμενα αληθινά της ιστορίας

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

Επεξήγησις, Θέσαρ Βαγιέχο


Εγώ γεννήθηκα μια μέρα
που ο Θεός ήτανε άρρωστος.

Όλοι ξέρουν πως ζω
και πως είμαι κακός, και δεν ξέρουν
για το Δεκέμβρη αυτού του Γενάρη.
Εγώ γεννήθηκα μια μέρα
που ο Θεός ήτανε άρρωστος.

Υπάρχει ένα κενό
στο μεταφυσικό μου αέρα
που κανείς δεν πρέπει ν' αγγίξει:
το κλείστρο μιας σιωπής
που μίλησε με τη φωτιά.

Εγώ γεννήθηκα μια μέρα
που ο Θεός ήτανε άρρωστος.

Αδελφέ, άκου, άκου...
Καλά. Και δεν θα φύγω
χωρίς να πάρω Δεκέμβρηδες
χωρίς ν΄αφήσω Γενάρηδες.
Λοιπόν εγώ γεννήθηκα μια μέρα
που ο Θεός ήτανε άρρωστος.

¨Όλοι ξέρουν πως ζω
πως μασάω... και δεν ξέρουν
γιατί στο στίχο μου τρίζουν,
σκοτεινή ανοστιά από φέρετρο,
κουρέλια άνεμοι
ξετυλιγμένοι από τη Σφίγγα
την ερωτώσα της Ερήμου.

Όλοι ξέρουν... Και δεν ξέρουν
πως το Φως είν' φθισικό
και η Σκιά χοντρή...
Και δεν ξέρουν πως το μυστήριο συνθέτει...
πως είναι αυτό η καμπούρα
μουσική και θλιμμένη που από απόσταση αναγγέλει
το βήμα το μεσημβρινό από τα όρια στα Όρια.

Εγώ γεννήθηκα μια μέρα
που ο Θεός ήτανε άρρωστος
βαρειά.

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2017

Διονύσιος Σολωμός, καμία δωδεκαριά ψωρόσκυλα

19. Και είδα πως ελάμπανε από πάνου μου όλα τ' άστρα, και εξάνοιξα την Αλετροπόδα, όπου με ευφραίνει πολύ.
20. Και εβιάσθηκα να κινήσω για το ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου, γιατί είδα πως εχασομέρησα, και ήθελα να φθάσω για να περιγράψω τη γυναίκα της Ζάκυνθος.
21. Και ιδού καμία δωδεκαριά ψωρόσκυλα που ηθέλανε να μου εμποδίσουν το δρόμο,
22. και μη θέλοντας εγώ να τα κλοτσοβολήσω για να μην εγγίξω την ψώρα και τα αίματα πούχανε, εστοχασθήκανε πως τα σκιάζουμαι,
23. και ήρθανε βαβίζοντας σιμότερά μου· όμως εγώ εκαμώθηκα πως σκύφτω να πάρω πέτρα,
24. και έφυγαν όλα και εξεθύμαιναν τα κακορίζικα ψωριασμένα τη λύσσα τους, το ένα δαγκώνοντας το άλλο.
25. Αλλά ένας όπου εδιαφέντευε κάποια από τα ψωρόσκυλα επήρε κι αυτός μιά πέτρα,
26. και βάνοντας ο άθεος για σημάδι το κεφάλι εμέ του Διονυσίου του Ιερομόναχου δεν το πίτυχε. Γιατί από τη βία τη μεγάλη, με την οποίαν ετίναξε την πέτρα, εστραβοπάτησε και έπεσε.
27. Έτσι εγώ έφτασα στο κελί του Αγίου Λύπιου παρηγορημένος από τές μυρωδίες του κάμπου, από τα γλυκότρεχα νερά και από τον αστρόβολον ούρανό, ο όποιος εφαινότουνα από πάνου από το κεφάλι μου μία Ανάσταση.

Σκηνή

Καθισμένος στη θέση της συνοδού κι αυτή στο μπότζι του ασθενοφόρου πρόλαβε να μου περάσει επίδεσμο στον πυροβολισμό, γιατί έτσι πρέπει κύριε, και να σηκώνει το φορείο του άλλου που τον έπνιγε το αίμα του στα πνευμόνια και παρά το οξυγόνο δεν μπορούσε ν' ανασάνει μόνο έκανε ένα ω, ένα οι και ξεφύσαινε πνιγμένος κι ήξερα πως συνοδεύω μέλλοντα νεκρό κι όταν στο τέλος του έκαναν μαλάξεις ενώ είχε φύγει κι η γιατρός είπε πάρτε τον απάνω, δικαιούται ένα δωμάτιο, κι έβλεπα την κοιλιά του σαν ασκί σε κάθε πίεση το εφηβαίο του χάλκινο αγάλματος και το φύλο του ταπεινωμένο, τον κοίταξα όπως ο Σινόπουλος το Σεφέρη, τίποτε δεν κατάλαβε έτσι διασωληνωμένος, ακόμη βλέπει το ταβάνι των επειγόντων, και ξαφνικά μ 'έπιασε μια αγάπη για το πτώμα μου κι έβαλα στοίχημα κι είπα, εγώ θα πεθάνω αδύνατος, κι άρχισα δίαιτα, κι άντε τώρα να τους εξηγήσεις πως από το ζήσε γρήγορα να πεθάνεις νέος να κάνεις κι ωραίο πτώμα, εγώ κράτησα το ωραίο πτώμα.

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2017

Αγάπη, απ' τη σκληρή


Υπάρχει μια φτηνιάρα αγάπη μες στα ροζ
με ιλουστρασιόν χαρτί και γνώμη δημοσιογράφου
που βγαίνει κόλαση στρωμένη με καλές προθέσεις.
Όμως στο σπίτι της σεληνιασμένης της πικρής
του παιδιού εκείνου που ταλαντεύεται στα κάγκελα
υπάρχει μια αγάπη απ' τη σκληρή που η βία της
χτυπάει κάποτε ένα σώμα πάσχοντος
και μια ψυχή εκείνου που του επέπρωτο.
Είναι μια αγάπη άγρια δοκιμασμένη
με απελπισίες πολλές, φυγές απόγνωσης
μια πέτρα ακονίζοντας ξυράφια  μέσα σου
που σε πετάει με απόγνωση στους δρόμους
ένα κουρέλι οργισμένο κι άπορο.
Αγάπη, απ' τη σκληρή που εγώ την έζησα
δεν ξέρω για ποιά βία όντας ικανός.
Γι αυτό όταν σου λέω πως σ' αγαπώ
να βγαίνει σαν φτερό από πληγωμένες μνήμες
ένας λευκό μαντίλι των δακρύων άγγελος
που από αγνώστους και παιδιά το κρύβω.


Ρόλοι

Ο Μάξιμος Οσύρος και ο Χάρης Μεγαλυνός είναι δυο ποιητές που ο μόνος ρόλος τους είναι να παίζουν τον καλύτερο αλλά λιγότερο γνωστό σε δύο άλλους ποιητές, ονόματα δε λέμε.

Προεξαγγελτική Παράθεση

Ο Νίκος Φωκάς υπήρξε ένας μέτριος ποιητής
και ακόμα μετριότερος μεταφραστής
με γνωριμίες.

Ζητείται


Ζητείται λογοτέχνης που δεν έχει φωτογραφηθεί
με την Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ

Δηθενιά

Μερικοί δεν καταλαβαίνουν τι συνέπειες έχει η παρουσία τους
δίπλα σε κάποιους άλλους. Να τώρα βλέποντας κατέληξα πως
η κα Ρούλα Πατεράκη έχει τελειώσει τη δημιουργική της
περίοδο μάλλον και αποτελεί τον σοβαρότερο εκπρόσωπο
της χάι δηθενιάς.

Οψώνια



Εγώ το λέω, το λέω, εσύ κι ο Παστάκας...
Φέρε μας ρε ίδια ένα έντυπο να δούμε που το λες;


Υ.Γ. Όταν λέμε βγαίνουν τα μέτρα, εννοούμε ότι περνάμε από έλεγχο πόσες φορές τηλεφωνήσαμε, πόσες φορές τηλεφώνησε, πόσες το ένα πόσες το άλλο, πόσες πήγαμε, πόσες ήρθε πόσες ζήτησε, πόσες της ζητήσαμε, πόσα απόσα λέει αναλαμβάνει δημόσια.. Δεν είναι μονάχα η τελευταία συμπεριφορά, αυτή απλώς έβαλε μπρος το μηχανισμό του μετρήματος. Αυτό που αλήθεια νιώθουμε φαίνεται στο πλαίσιο και μάλιστα με ποσοτικούς όρους της επικοινωνίας. Έτσι θα σε γαμήσουν αύριο τα παιδάκια σου αν συμπεριφέρεσαι όπως πιάστηκες εδώ. Για να μαθαίνεις ποια είναι η προκρούστεια κλίνη των αισθημάτων και πως πιάνονται τα σπουργιτάκια στο τι στ' αλήθεια σκέφτονται.
Και για να μαθαίνεις:τον κοινό μας γνωστό τον έχω αγορασμένο από το '86. Είδες να κάνει τίποτα για μένα; Γιατί να κάνει τώρα. Κάθε λεπτό που του δίνω είναι χαμένος χρόνος.΄Σε αυτή τη φάση αγόρασα εσένα και το βλάκα, που έσπασε μαζί μου ρεκόρ σχέσης με άνθρωπο. Με την ψωνάρα που έχετε δεν βλέπω να το σπάει πάλι, τώρα θα σου ορκιστεί γιατί μισείτε το ίδιο πράγμα, αλλά σε λίγο δεν θα είμαι εγώ το ζωντανό εμπόδιο που σας ενώνει να κάνετε σχέση, θα πρέπει να την τροφοδοτήσετε και θα γίνει της πουτάνας, έτσι άνθρωποι με πανοπλία ψεύτικων συναισθημάτων που είστε και οι δυο. Δεν είναι προφητείες, είναι επιστημονικές αναλύσεις για αγορασμένους ανθρώπους. Όσο για τον κοινό μας γνωστό σου έδωσε ήδη πολλά για να έχει κάθε λόγο να σε θάψει στο προσεχές μέλλον. Εκεί που τον είχες αφήσει όταν σε βρήκα, εκεί θα τον ξαναφήσεις. Μακάρι να σε βρει κανένας σοβαρός, αλλά συγκατανεύεις στις υπερβολές των δημοσιογράφων και από ποιήτρια γίνεσαι ντιριντάουα. Οπότε σε βλέπω να χορεύεις τσιφτετέλι ( του βάζω και ιδέες) σε έκθεση βιβλίου και ο Γ. να βαράει το ντέφι. Μέχρι να σε μαζέψει στην έδρα σου αυτός που πρέπει. Σου έχω βάλει τα όχι που πρέπει να πεις αν θέλεις να με διαψεύσεις. Αληθινά μια απορία έχω: Σε ασανσερ τί μπορείς να γράψεις;

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017

Οι Νέοι

Αυτό που δεν καταλαβαίνουν οι νέοι κι όταν το καταλαβαίνουν τους σκυλιάζει, είναι πως εμείς του 80 είμαστε οι τελευταίοι μιας δύσκολης αναγνώρισης στη λογοτεχνία και μπορεί να τρωγόμαστε σαν τους παλιούς τραγουδιστές, αλλά τους νέους τους έχουμε σαν οπαδούς, να φέρνουν νερό, τα σκηνικά, να παθιάζονται περιστασιακά για μια θέση, να μας γλείφουν τ' αρχίδια, αλλά την ποιητική αναγνώριση δεν την έχουν. Γι αυτό και παραξενεύονται όταν βάζουμε μόνοι μας μέτρο στις διενέξεις, όταν παλιλογούμε, όταν αναγνωρίζουμε αξία σε κάποιον που σαν οπαδοί είναι υπερ ή κατά και τον ξεσκίζουμε ή τον υψώνουμε. Αυτούς πάντως τους έχουμε σαν ένα είδος ευνούχους για κατραπακιές κατά το βούλεσθαι. Γιατί; Διότι εμείς  δεν είχαμε πρότυπα τους αμέσως της μεγαλύτερης γενιάς, αλλά τους Νομπελίστες που ανύψωναν την προσπάθειά μας στο απόλυτο ύψος της επίγειας ανταμοιβής, ενώ κάποιος που δηλώνει ότι έχει πρότυπο εμένα είναι για κλωτσιές και μονάχα επειδή με διάλεξε και η αμφιθυμία του μου είναι επικίνδυνος φίλος. Γι αυτό ότι και να κάνουν θα είναι πάντα δεύτεροι κι όταν πάνε να βάλλουν σε ανταγωνισμό παλιούς, θα τρώνε φάπες εναλλάξ. Γιατί είναι λίγοι και κάλπικοι. Ο αληθινός ποιητής ψάχνει ησυχία καμαράκι και βιβλίο να διαβάσει κι αυτοί είναι όπου φυσάει ο άνεμος και κοιτάνε με καμιά παραλλαγμένη λογοκλοπή να εκβιάσουν παρουσία στη λογοτεχνία. Δεν γίνονται αυτά μωρά μου. Κάντε κανένα μέσο διάδοσης για να έχετε καμιά εξουσία να μας κάνετε αέρα και τις φιλοδοξίες για την ποίηση αφήστε τες.

Οι Κνίτες του Μπήτνικ

Ρε μαλάκες, τον Κέρουακ και τον Γκίνσμπεργκ τους διδάσκουν στις ακαδημίες στην Αμερική κι εδώ τριάντα χρόνια κάνουν κύκλους στην πρωτοπορία δήθεν... και μετά κατηγορούμε τους κνίτες, Κνίτες του Μπήτνικ. Τι ψυχασθένεια είναι αυτή. Στη μέρα της μαρμότας του 80 είμαστε; Δεν απαγορεύετε να πεθάνετε αναχρονιστικοί. Να μας τα ζαλίζετε δε θέλουμε με μη δημιουργικούς αναχρονισμούς. Το μυθιστόρημα που δεν μπορείτε να γράψετε να το γράψουμε εμείς: Οι Κνίτες του Μπήτνικ Η Κωμωδία των Κολλημένων.

Κατευόδιο

Στο καλό. Δεν υπήρχε τρόπος να σου πω πως κάνεις Καβάφη του 1920 το 2016 και να έχεις το σθένος να το ανεχθείς. Διότι θα προσθέσω, θέλεις να κάνεις και καριέρα με ποίηση του 1920.
Για τα δοκίμια άστο. Σου δόθηκε ένα βήμα καθ' υπόδειξή μου και μας βγήκες Παπανούτσος β΄ Εθνικής ότι πρέπει για εκθεσάδικο. Έχεις όλα τα φόντα να σταδιοδρομήσεις. Καλό κατευόδιο.

Τα συνήθη

Η γραφομανία δεν μας επιτρέπει να κάνουμε επιλογή ούτε προωθεί από μόνη της στην επιφάνεια αξίες. Αυτό που βλέπουμε είναι μια γρήγορη εξάντληση των ποιητικών τόπων. Και με το δεδομένο ότι τα ευδιάκριτα ύφη είναι πάντα πεπερασμένα, μένει να δούμε πόσοι θα καταλάβουν ότι η καταφυγή σε αποδεκτά λιμάνια ύφους είναι ανώφελη και θα δοκιμάσουν το πρωτογενές. και πόσοι από αυτούς που θα δοκιμάσουν το πρωτογενές θα αντέξουν στις κατά μέτωπον πια επιλογές του χρόνου. Όλη η υπόλοιπη προσπάθεια τοποθέτησης σε κάποιου είδους χρηματιστήριο είναι μάταιη. Και αυτό καλύτερα από όλους μας το λένε οι επιτυχόντες στο παιχνίδι της δημοσιότητας. Και από την άποψη αυτή το καινούριο είναι ακριβώς αυτό. Το ρισκάρισμα βολών προς το μέλλον. Όταν ο Μήτσος Παπανικολάου δικαιώνεται για το κείμενο του για τον Ελύτη, δε ζει ούτε ο ίδιος ούτε εκείνοι που είχαν διαφορετική γνώμη για να τον δικαιώσουν. Το μόνο πρόβλημα που υπάρχει είναι αυτό κάθε συνωστισμού. Ότι το αναυθεντικό πάει μπροστά και εμποδίζει την ανάδυση του αυθεντικού. Από τη στιγμή όμως που υπάρχει τεχνολογία για να δίνει τη δυνατότητα και στο συμπιεσμένο να εμφανιστεί δεν υπάρχει κανένα σχεδόν πρόβλημα. Οι εξουσιαστικοί θα φτιάχνουν βαβέλ προτιμήσεων που θα διαλύονται μέσα σε σύγχυση. Μα εδώ μιλάμε για την τέχνη της ποιήσεως τους καιρούς της γραφομανίας και της νέας εκδοτικής τεχνολογίας. Δεν μιλάμε για τα συνήθη στις δημόσιες ελληνικές συμπεριφορές.

Ερώτημα


Η σταδιοδρομία στην ποίηση
δεν απαιτεί καθόλου ποίηση.
*
Θαυμάζω τους σταδιοδρομήσαντας
και τους σταδιοδρομούντας.

Μπορώ να κάνω ένα τσιγαράκι τώρα;

Τίτλος

Και πως το είπαμε το βιβλίο:
Το κοτόπουλο που μου πήρε φεύγοντας
κι άλλα κλαψομουνιάσματα.

Να βάλω κι ένα δείγμα:
Διάθεση Σούρουπου

Ω σύμπαν, εγώ, εμού, εμένα
εμένα, εγώ, εγώ, εγώ,
αβαβά, τι πόνος άπονος
τον φιλοξένησα στο σπίτι μου
τον τάϊσα, ( φωνή: κόψτο μαλάκα
μισά μισά τα πληρώναμε
κι όταν δεν είχες, εγώ
και παρακάλαγες
να ῤθούμε σπίτι σου
για να τα λες μετά
και σου κάναμε τη χάρη.)
κι ήταν ωϊμέ
στην πόρτα
για να φύγει και γύρισε
και μου αρπάζει
το κοτόπουλο απ' τα σπλάχνα
που είσαι αναπτήρα μου
ναι σύμπαν κλάψε
μ' εμένα που δεν είμαι
καν ποιητής αλλά
μυρμήγκι στα πόδια σου
ω! σύμπαν το κοτόπουλο
για να το πάει, το πάει
στο σπίτι του αφήνοντας
νηστικό και άπορο
ένα μικρό ποιητή
ώ σύμπαν, εγώ εμένα παραπαπάν
εγώ, εγώ, εγώ, εγώ.
ο ποιητής των αρπαγμένων
κοτόπουλων και σία.
Είδες τί πήγαμε να πάθουμε αγάπη
ξεχάσαμε αμάξι για το σούρουπο.

Επαγγέλματα

Προλετάριος είσαι εσύ
κι εμείς λαϊκοί αριστοκράτες
γι αυτό δεν περνάμε από κει
που σαλιώνεις παπούτσια.
Εκεί που φτύνουμε.

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

Πουλάκια

Μερικοί άνθρωποι σε κάνουν να καταλαβαίνεις,
αδέξια, γιατί δεν είσαι άξιος, για πόσο σημαντικό σε είχαν,
όταν σε εγκαταλείπουν.
Αυτό θα σας τρώει πουλάκια, σε λίγο καιρό.

Υ.Γ. Κι όπως είπε κι ο άλλος, γάτα,
είναι η αγάπη, θα στο εξηγήσω το Σάββατο.

Μυθολογία μιας Μέρας

Είπε : Πάντα αυτή η μέρα είναι η εγκοπή των αλλαγών. Από αυτήν αρχίζει το τόξο της θετικής αύρας που φτάνει ως τα γενέθλιά μου. Συνήθως πριν τη δεκάτη ογδόη γίνονται ξεκαθαρίσματα βρώμικων χρόνων και βρώμικων σχέσεων. Η απόρριψις στη λήθη είναι κάθετος. Και αναδύεται η απόλαυσις που παρέχουν οι μεγάλες πόλεις. Οι άνθρωποι του χωριού συγχρωτίζονται και τρώνε κατά το λεγόμενο τα σκατά τους ως το τέλος, γιατί δεν μπορούν να βρουν καθαρό αέρα.  Ενώ στην πόλη μπορείς να κυκλοφορείς για χρόνια σε ένα παράλληλο κόσμο αποφεύγοντας αυτούς που δε θέλεις να ζεις. Θα έλεγα μάλιστα ότι έχω παρατηρήσει πως ο αριθμός των ετών για μια τυχαία συνάντηση με ανθρώπους που δεν θέλεις στην Αθήνα είναι τα δώδεκα χρόνια. Πιστεύω ότι κάθε πόλη στον κόσμο έχει το δικό της αριθμό χρόνων. Τώρα βέβαια οι χωρικοί που ήρθαν στην Αθήνα και όσοι έχουν νοοτροπία χωρικού φτιάχνουν χωριά από την ανάγκη να τρώνε τα σκατά τους που τους έχει γίνει φύση και ανακυκλώνουν αυτές τις  νοοτροπίες. Μακριά. Ένα από τα χαρακτηριστικότερα χωριά είναι η Πλατεία Εξαρχείων και τα πέριξ, που ζει μια μέρα της μαρμότας, ένα πάγωμα του χρόνου από τη δεκαετία του 70 και μετά. Χωριό όπου οι ίδιες φάτσες περιφέρονται σε ίδιους κύκλους προσέγγισης απομάκρυνσης και με τα ίδια χαρακτηριστικά εχθρικών περιστασιακών ομαδώσεων εναντίον του ξένου. Γι αυτό και χρόνια τώρα από την Πλατεία Εξαρχείων δεν έχει προέλθει τίποτα αξιόλογο στην τέχνη ή στη σκέψη παρά μόνο σκατίλα που όταν συσσωρεύεται καλεί τη νυχτερινή φωτιά και το υπερεγώ του μπάτσου να την εξαγνίσει από το σαπισμένο χρόνο της, ακόμα και με δολοφονία. Ας το κρατήσουμε σαν ένα δώρο της γρίλιας της δεκάτης ογδόης Ιανουαρίου. Είναι ακόμα η μέρα κρίκος που στην παραλλαγή ονόματος επωνύμου και πατρωνύμου δημιουργεί την αρμονία της κατανομής του ονόματος του πατέρα στο χρόνο. Η μέρα επίσης χαρακτηρίζεται από την αφήγηση της μητέρας που μιλούσε για το τρισυπόστατο κεραμίδι, το νερό η φωτιά και το χώμα, όταν ρωτούσε:που είναι η φωτιά που είναι το νερό για να οικειοποιηθεί τον λόγο του Μεγάλου Αθανασίου στην απόδειξη της Αγίας Τριάδος. Μέρα θρεπτική σε συμβολισμούς εκκινητήριος θετικών και δημιουργικών έργων και ταυτόχρονα μέρα εκπλήξεως και συνεχούς θαύματος της παρουσίας του μεγάλου μου γιου που υπήρξε ένα πρώτο γενναίο χαστούκι στη μοναδικότητά μου για να με πλαγιάσει απαλά σαν γεφύρι στην αλυσίδα των γενιών.

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2017

Στους Συμπατριώτες του, Λουίς Θερνούδα

Δε μ' αγαπάτε και σας ενοχλεί το ξέρω,
Όταν γράφω. Σας ενοχλεί; Σας θίγει.
Δικό μου φταίξιμο ίσως ή δικό σας;
Γιατί δεν είν' το πρόσωπο κι ο μύθος του
Αυτό εδώ, όταν με πλησιάζετε, που πίσω σας γυρίζει.
Νέος, νέος πολύ ήταν, όταν δεν είχε ακόμα φτιάξει
κάποιο μύθο, που πέσατε πάνω σ' ένα βιβλίο
Πρωτόλειο το ίδιο όπως και ο συγγραφέας του: εγώ, το πρώτο μου
βιβλίο
Κάτι σας θίγει σίγουρα, στον άντρα και το έργο του.

Ο μύθος μου είπα; Ιστορίες θλιβερές
Φτιαχτές για μένα από τέσσερις φίλους
(Φίλοι;), που δεν θελήσατε ποτέ
Ούτε γυρέψατε ευκαιρία για να δείτε αν ταιριάζουν
Στο πρόσωπο το ίδιο το έτσι μεταμορφωμένο.
Αλλά η κακοπιστία σας το δέχτηκε.
Ο μύθος φτιάχτηκε, κι εσείς, σε μένα αχάριστοι,
Για όλα αυτά που κρύβει δυο φορές ψευδόμενος
Χωρίς κανένα ενδοιασμό, μόνοι σας τον διαδίδετε.

Εναντίον σας και σ' αυτή την ηθελημένη άγνοια,
Ζω ακόμα, ξέρω και μπορώ, αν θέλω, τον εαυτό μου να υπερασπίσω.
Μα περιμένετε τη μέρα που πια δεν θα βρίσκομαι
Εδώ. Και τότε η παραγνώριση,
Η αδιαφορία κι η λησμονιά, τα όπλα σας
Θα πέσουν πάνω μου, για πάντα , σαν την πέτρα,
σκεπάζοντάς με τελικά, το ίδιο όπως σκεπάσατε
Άλλους που, από μένα πιο καλούς, αυτή η άγνοιά σας
Γκρέμισε στην αφάνεια, όπως το μέγα Αλδάνα.

Από εκεί το πράδοξο, κατά τα άλλα αθέλητο,
Που εσείς λοιπόν το επιβάλατε: γράφω στη γλώσσα μας,
Την υπηρέτησα κι είναι, γι αυτό δική μου,
Βαραίνοντας σε μένα ίσως, πιο μοιραία. Μα εκτός ελαχίστων
εξαιρέσεων
Τους συγγραφείς σας τους σημερινούς δεν τους διαβάζω πια.
Από εκεί το παράδοξο: είμαι χωρίς πατρίδα και κοινό,
Για τα καλά εξόριστος εκτέθηκα από άλλους πιο πολύ
Στον άνεμο της λησμονιάς που, όταν φυσά, σκοτώνει.

Αν είναι η γλώσσα σας το υλικό
που δούλεψα με τη γραφή μου , κι αν γι αυτό,
Θα 'πρεπε να 'στε εσείς οι μάρτυρες
Της ύπαρξής μου και του έργου της,
Σ' ώρα κακιά υπήρξε η γλώσσα σας
Δική μου, αυτή που γράφω και μιλώ.
Έτσι θα καταφέρετε, με τον καιρό, όπως κάνετε,
Το πρόσωπό μου και το έργο μου να βγάλετε έξω
Από τη μνήμη, την καρδιά και το μυαλό σας.

Μεγάλη, λέτε, η αλαζονεία μου
Πιστεύοντας το έργο μου άξιο ξένης προσοχής
Κι εγώ να σας κατηγορώ ότι μου στερείτε τη δική σας.
Σ' αυτό έχετε δίκιο. Μα το ανθρώπινο έργο
Που με αγάπη έγινε, είναι άξιο της προσοχής των άλλων,
Και ποιητές από εκεί σιωπηρά το λένε
Στέλνοντας τους στίχους τους μεσ' απ' το χρόνο και την απόσταση
Ως εμένα, ζητώντας μου την προσοχή.
Θέλησα μνήμη από μένα ν'αφήσω; Γι αυτό συγνώμη σας ζητώ.


Μα το ίδιο φέρσιμο δεν έχετε όλοι,
Γιατί έχω ανάμεσά σας φίλους,
Διπλά αγαπητούς γι αυτή την παλαιά
Συμπάθεια και προσοχή μες στην αδιαφορία,
Και θέλω τώρα να τους πω ευχαριστώ, σαν γίνομαι
Πικρός και τους κατηγορώ. Μεγάλος αριθμός
Δεν είναι, αλλά μου φτάνει για να νιώθω συντροφιά
Στην απόσταση του δρόμου. Σ' αυτούς
Ας πάει έτσι τρυφερά η ευγνωμοσύνη μου.

Μπορεί να συναντήσω εδώ νέα κατηγορία:
Που δεν μιλάω με την τρυφεράδα εκείνη πια
Την εμπιστευτική, την ήρεμη άλλων καιρών.
Αλήθεια είναι, κι αυτό το χρωστώ σ' εσάς, τόσο όσο
Στην ηλικία, στο χρόνο και στην πείρα μου.
Σ' εσάς και σ' αυτά χρωστάω την αλλαγή. Αν θέλετε
Ακόμη ν' αγαπώ, φέρτε με πίσω
Στης αγάπης τους καιρούς. Σας είναι δυνατόν;
Αδύνατον όπως και να εξορκίσετε το φάντασμα
που επικαλεστήκατε από μένα.

Μετ. Β.Λ.

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2017

Ο Σειληνός στο Μίδα

 τοῦτο μὲν ἐκείνῳ τῷ Μίδᾳ λέγουσι δήπου μετὰ τὴν θήραν ὡς ἔλαβε τὸν Σειληνὸν διερωτῶντι καὶ πυνθανομένῳ τί ποτ’ ἐστὶ τὸ βέλτιστον τοῖς ἀνθρώποις καὶ τί τὸ πάντων αἱρετώτατον, τὸ μὲν πρῶτον οὐδὲν ἐθέλειν εἰπεῖν ἀλλὰ σιωπᾶν ἀρρήτως· ἐπειδὴ δέ ποτε μόγις πᾶσαν μηχανὴν μηχανώμενος προσηγάγετο φθέγξασθαί τι πρὸς αὐτόν, οὕτως ἀναγκαζόμενον εἰπεῖν, ‘δαίμονος ἐπιπόνου καὶ τύχης χαλεπῆς ἐφήμερον σπέρμα, τί με βιάζεσθε λέγειν ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι; μετ’ ἀγνοίας γὰρ τῶν οἰκείων κακῶν ἀλυπότατος ὁ βίος. ἀνθρώποις δὲ πάμπαν οὐκ ἔστι γενέσθαι τὸ πάντων ἄριστον οὐδὲ μετασχεῖν τῆς τοῦ βελτίστου φύσεως (ἄριστον γὰρ πᾶσι καὶ πάσαις τὸ μὴ γενέσθαι)· τὸ μέντοι μετὰ τοῦτο καὶ πρῶτον τῶν ἀνθρώπῳ ἀνυστῶν, δεύτερον δέ, τὸ γενομένους ἀποθανεῖν ὡς τάχιστα.’ δῆλον οὖν ὡς οὔσης κρείττονος τῆς ἐν τῷ τεθνάναι διαγωγῆς ἢ τῆς ἐν τῷ ζῆν, οὕτως ἀπεφήνατο.”

Νίκη Παπαθεοχάρη, Λείπει πάλι ο θεός

Γεμάτοι οι δρόμοι και άνθρωποι μόνοι
κουβέντα μην πιάνεις πες ένα γεια.
Βροχή που ξεσπάει σε σένα με πάει
και πως να σου βάλω λίγη καρδιά.

Στη βροχή σου αγάπη στέκομαι
καταιγίδα μου με φως.
Στη βροχή σου μόνος βρέχομαι
και τα σπάει ο ουρανός.

Λείπει πάλι ο θεός
κι έχει μην ενοχλείτε έξω στη πόρτα του
και σε σένα διέξοδο έτρεξα να βρω.

Τους παλμούς να χτυπάνε
και πάλι στα χείλια μόνος μου μέτρησα
μια καρδιά να σου φυτέψω δεν μπορώ.

Στενά με φωτάκια καμμένα λαμπάκια
με γκράφιτι βάφουν τον τοίχο παιδιά.
Η νύχτα με παίρνει κοντά σου με φέρνει
μα πως να σου βάλω λίγη καρδιά.

Στη βροχή σου αγάπη στέκομαι
καταιγίδα μου με φως.
Στη βροχή σου μόνος βρέχομαι
και τα σπάει ο ουρανός.

Λείπει πάλι ο θεός
κι έχει μην ενοχλείτε έξω στη πόρτα του
και σε σένα διέξοδο έτρεξα να βρω.

Τους παλμούς να χτυπάνε
και πάλι στα χείλια μόνος μου μέτρησα
μια καρδιά να σου φυτέψω δεν μπορώ.

Διαλεκτική

Πως δεν είμαι αυτού του κόσμου το κατάλαβα
πρώτη φορά από το άδικο, ένας κύριος
Βασιλακόπουλος, αν ζει, ήταν ο πρώτος δάσκαλος
Μ' έμαθε να μισώ τους Φράγκους, μέθοδο των τριών
και φαγωμένο δίκιο. Κι ας με παρηγορεί κάποτε
ο Ελύτης να το εξηγώ ότι δεν πήγαινε ο νους τους
να αναγνώσουνε παράδεισο. Γι αυτό κι εγώ
φτιάχνω ένα χώρο της καταλαγής με λέξεις μα όχι
του δραπέτη που έφευγε όλο μέσα του
για ένα παρελθόν ή ένα μέλλον μακρινό παυσίπονο
μα με τα υλικά εκείνου που επιμένει
να στρέψει τόσο αρνητικό στη ρίζα του παρόντος
 ώστε ν' ανθίσει ένα ρόδο στο σταυρό του χρόνου.

Αίας

Ο Αίαντας δεν μπορεί να δεχτεί ότι η αριστεία μπορεί να γίνει κτήμα του ανάξιου καπάτσου. Δεν μπορεί να δεχτεί την επικοινωνιακή μεσολάβηση ως παράγοντα σκέδασης της αξίας εις το επικοινωνιακό παρά την αξία. Δεν μπορεί να δεχτεί τον ευνουχισμό από τη γλώσσα της οποίας η τέχνη ως ρητορική αρχίζει να παρεμβαίνει και να πετυχαίνει τη φαντασιακή κατοχή του φαλλού. Αρχίζει η κοινωνία της ενοχής και αυτός εκπρόσωπος της κοινωνίας της ντροπής δέχεται το καίριο πλήγμα που είναι η γελοιοποίηση μπρος στους άλλους. Τα όπλα του Αχιλλέα που είναι γιος θεού και θνητής είναι η υπόσχεση του πλήρους της επιθυμίας; Που βρίσκεται το όνομα του πατέρα εδώ; Ο Αίας καταρρέει σε ένα παραλήρημα, αυτό σημαίνει η πλάνη του να πάρει τα πρόβατα για τους εχθρούς του. Ο ηρωϊσμός δεν καταρρέει παρά από τη γελοιοποίηση. Ο Αίας είναι ο κάθε φορά απερχόμενος από τη σοφιστική κοινωνία. Από την κοινωνία που παράγει εξουσία και αξιολόγηση από το να ποιεί τον ήττονα λόγο κρείττονα. Είναι εκείνος που δεν έχει τη δύναμη ενοχής να την αντιτάξει στις γνώμες των άλλων. Το σπαθί που καρφώνει στη Γη την κάνει φαλλοφόρο γαία ένα μακρινό παράλληλο με τη μητέρα του Αχιλλέα. Τί είναι αυτό που αν το αποκτούσε δε θα είχε κανένα πρόβλημα και που όταν δεν το αποκτά τον απορυθμίζει ως το παραλήρημα. Τι σημαίνουν τα όπλα του Αχιλλέα; Εκεί βρίσκεται ο κόμπος ή στο μηχανισμό της εξαπάτησης δια του λόγου που τα αποδίδει στον Οδυσσέα; Ο Αίας αποκλείεται. Και ο αποκλεισμός λειτουργεί ως ευνουχισμός. Γιατί τελικά ανοίγει παραλήρημα; Σε ποιό σημείο υπάρχει η διάκλειση του ονόματος του πατρός;

Ακολουθούν τα κείμενα.

Οι πειθαρχημένοι

Υπάρχουν άνθρωποι που σου ζητούν να τους μάθεις τι θέλεις κι ανάλογα κι εύκολα πειθαρχούν. Έτσι έχουν καταφέρει άκοπα να σε πακετάρουν σε συμπεριφορές και να είναι μια χαρά. Όμως οι ανθρώπινες σχέσεις για να είναι αληθινές, θέλουν την έγνοια, όχι να ανταποκρίνεσαι στις θεσμισμένες και γνωστές επιθυμίες, αλλά να ψάχνεις και να μαντεύεις κάποτε πως θα συμπεριφερθείς κρίνοντας συνήθως από τον εαυτό σου. Γι αυτό εκείνοι που αγαπούμε και που έχουμε φίλους είναι λίγοι. Γιατί προλαβαίνουν τρόπον τινά τις επιθυμίες μας. Κάνουν τον κόπο να τις σκεφτούν, προσέχουν τις παραλήψεις και προφθάνουν τα ζητούμενα. Γιατί αν δε το κάνουν αργά ή γρήγορα η στάση , ας την ονομάσουμε λευκή απεργία ως προς τις επιθυμίες του άλλου θα αποκαλυφθεί γιατί οι μεταβαλλόμενες επιθυμίες μας, που είναι πέρα από τις θεσμισμένες θα έχουν κάνει το ενδιαφέρον τους ψέμμα, τη σχέση αφυδατωμένη, τους ανθρώπους ξένους.

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2017

Τέχνη Αηττήτου

Λοιπόν, τι λέγαμε, ναι, ότι η τέχνη της ποιήσεως είναι τέχνη του αήττητου, και ότι όλα υπάρχουν σαν απόβαρο στο ποίημα που εκμεταλλεύεται κάθε γεγονός του βίου προς όφελός του. Γι αυτό νιώθουμε ευγνωμοσύνη κάποτε σ' εκείνους που μας ξύνουν τις πληγές. Οι ίδιοι σπάνια γνωρίζουν ποιές πληγές ξύνουν, μας φυλάει ο Θεός από τα τσογλάνια της αγοράς, και σπανίως έχουν είδηση όταν τους πετάς τα ποιήματα στη μούρη ότι παίζουν μέσα. Αυτό είναι το κερασάκι στην τούρτα, η εσχάτη γελοιότητα που τους συνοδεύει σαν κομπάρσους ποιήματος. Ποιητής είναι αυτός που κάθε τι που συμβαίνει τον χρεώνει γραφή. Αν δε διαυγάσει το συμβάν δεν μπορεί να πάει παρακάτω. Γι αυτό και ο αληθινός ποιητής στην ουσία δεν έχει εχθρούς. Έχει μόνο κομπάρσους και προφάσεις ποιήματος. Και βέβαια από νωρίς μαθαίνει πως η καταδίκη του στη γραφή περιέχει τη χάρη να πιάνει αποκάτω τα αμίλητα των άλλων, που έρχονται και πλαγιάζουν δικό τους περιστατικό στα λόγια του. Η ποίηση για τον αληθινό ποιητή είναι η Δευτέρα Παρουσία τώρα, όπου πλανίζει το άδικο και εξημερώνει τα αγρίμια των αισθημάτων με λόγια ευρυτέρου κύρους. Γι αυτό και μία στάση υπάρχει απέναντι στη ζωή και τις περιστάσεις της από τον αληθινό ποιητή, η ευχαριστιακή. Ακόμη και το στιγμιαίο απάνθρωπο της χρήσης ζωντανών ανθρώπων σαν κομπάρσους ποιήματος απαλύνεται στο αποτέλεσμα που δεν επικεντρώνεται πάνω τους για να ανατρέψουν ή να δικαιώσουν οτιδήποτε, αλλά αποκεντρώνεται ως μέτρο της ανθρώπινης κατάστασης και της τριβής των θέλω. Οι μικροί ποιητές θέλουν εξουσία, ήτοι την βουλητική επιδίωξη να μιλούν για πολλούς αγνοώντας αυτό που ξέρει ο αληθινός ποιητής και του υποτάσσεται. Κι αυτό είναι η χάρη, το χάρισμα, η κλήση από τη γλώσσα που κάνει και το χρόνο της Ιστορίας αιώνα.

Σκύβαλα

Μια από τις πιο ωραίες αρχές μυθιστορήματος είναι αυτή του Ντέμπλιν στο Μπερλίν Αλεξάντερπλατς: Στάθηκε στην πόρτα της φυλακής και ήταν ελεύθερος.
*
Στα αδρανή του διηγήματα ο Παπαδιαμάντης είναι κιόλας Μπέκετ.
*
Πας να πεις ότι όλοι οι καταγόμενοι από το Βόλο συγγραφείς είναι φιλόδοξοι ψυχασθενείς κι έρχεται ο Γιάννης Τσίγκρας και μοιράζει της μιας δραχμής γιασεμιά αθώωσης των πάντων.
*
Κάποιος πρέπει να πάει να πει σ'αυτόν το βλάκα ότι ο Μπόρχες μας διδάσκει να σεβόμαστε τις εμμονές μας όχι τις δικές του.
*
Τί να μας πεις για τη ζωή σου κι εσύ;
*
Άλλοτε κατέβαιναν στην Αθήνα για να πάνε στρατό ή να γαμήσουν... Τώρα κατεβαίνουν για να εκδώσουν.
*
Ο κάθε μαλάκας που μας αποδίδει ένα ρόλο νομίζει πως δεν έχουμε το σθένος να του τον στείλουμε πίσω να τον βάλει στον κώλο του.
*
Δεν είστε άνθρωποι εσείς. Είστε ωρολογιακές βόμβες της εκπλήρωσης των λεγομένων μου για σας.
*
Επαναλαμβάνουν τις ίδιες συμπεριφορές σαν ο κόσμος να ήταν απέραντος στο να τους προμηθεύει θύματα για τα παιχνίδια τους. Δυστυχώς ο κόσμος είναι πεπερασμένος, τα θύματα τελειώνουν και τότε ανεβάζουν ως θύμα τον ίδιο τον εαυτό τους για να τον κακομεταχειριστούν.
*
Μη βάζεις πολύ ΄σύμπαν στις μαλακίες που γράφεις και κοίτα τη γλάστρα έξω. Ούτε φυλλαράκι δεν κουνιέται.
*
Όταν μιλάς ως ποιητής στο πρώτο πρόσωπο, πρόσεχε, γιατί επιστρέφει στο τρίτο και σε λέει μαλάκα.
*
Μωρέ αυτό που νομίζω δεν είναι. Αλλά μου έχουν τελειώσει τα νομίσματα και δεν έχω ψιλά.
*
Μερικοί μαλάκες έχουν τη φιλοδοξία, ότι συμπεριφερόμενοι άσχημα, θα σε επηρεάσουν έμμεσα προς τρίτους. Νομίζουν ότι δεν διαθέτεις αλεξιμαλάκιον, αλλά αγνοούν πως η συμπεριφορά τους δεν φτάνει να επηρεάσει εσένα, πόσο μάλλον τρίτους. Η μαλακία κάνει κύκλους γύρω από το μαλάκα γι αυτό κάποιες φορές ζαλίζεται και δεν ξέρει που πατάει και που πηγαίνει.

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2017

Αποχαιρετισμοί


Δεν είναι η εφηβεία που θυσιάζαμε ανθρώπους
για τις σκληρές  ιδέες που άπλωνε το μέλλον
κι είχαμε καιρό για όλα. Μια πάχνη είναι,
μια ομίχλη, από έκτη Δεκεμβρίου του ογδόντα έξη
στην κεντρική πλατεία του Λιτοχώρου αδιάψευστη
πως αποδώ κι εμπρός όχι για ιδέες, για κάτι υψηλόν
μα για ένα τίποτα, σχεδόν γραμμή, ένα δε θέλω
που βάζει όλη αυτή την τρέλα που μας άλεσε
σ' ένα κατώτατο σημείο στον ιστορικό της κύκλο
 κάθε αποχαιρετισμός είναι προς θάνατον.

Κληρονομιά


Ο Μεγαλοφυής του Χάξλεϋ είχε στο χρηματοκιβώτιό του κάτι πορνογραφήματα, κι εγώ στα παιδιά μου όταν πεθάνω και θα θέλουν να μάθουν ποιός αλήθεια υπήρξα θα αφήσω τα Μπαράκια του Γερμανού. Από τόσο μαλακό υλικό ήταν η σκληρότητα που με ανάγκασε ο κόσμος.
Κι αφού ο Κονδύλης είχε το "Άστα τα μαλλάκια σου" είμαι μια χαρά.

Το Ακίνητο Ταξίδι


Είναι πάνω από είκοσι χρόνια όπου επηρεασμένος από το Χειμωνιάτικο Ταξίδι του Μπασό ήθελα να γράψω ένα ταξίδι. Στην αρχή το φαντάστηκα σαν το ταξίδι μιας μέρας στην πόλη, περιγραφές και μικρά ποιήματα σε στυλ χαϊκού. Είχα τότε το δαίμονα της πολεοδομίας μέσα μου. Τελικά και με άλλη μορφή το βήμα μου δόθηκε από το φιλόξενο χώρο του Intellectum, όπου άπορος για τα γραφησόμενα, δηλαδή όπως πρέπει, χωρίς καμιά φιλολογική κατασκευή να σκιάζει το εγχείρημα, θα το επιχειρήσω από βδομάδα σε βδομάδα. Η αρχή θα γίνει από αυτή τη βδομάδα. Αφού ευχαριστήσω τον Βίκτωρα Τσιλώνη για την άνευ όρων παραχώρηση της σελίδας, καλώ όσους θέλουν να παρακολουθήσουν αυτή την περιπέτεια.
Ο διαδικτυακός τόπος είναι εδώ Ακίνητο ταξίδι

Μουσική


Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

Ξενοδοχείον Ήλιος


Επειδή ξέρω οι λογοτεχνικές, φιλίες κατ΄ευφημισμόν,
πέφτουν ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη έκδοση
σ' αυτό το ιπποδρόμιο του τίποτα
είχε μια νοσταλγία μέλλοντος το μεσημέρι εκείνο
στο μαγαζί του ό, τι πάρετε ένα ευρώ
στον αφρικάνο που πουλούσε ωραίες κοιμωμένες
σε μια Θεσσαλονίκη που δεν είναι πια των ποιητών
ένα δωμάτιο ο καθένας και φαντάσματα συνωστισμός
μπροστά Εγνατία κι αποθήκες πίσω στον ακάλυπτο
και ποιηταί και πεζογράφοι κι άλλοι ματαιόσπουδοι
καινούρια σάρκα παλαιών επικηδείων...
Πόση μυθοπλασία ν' αντέξει ένα φτηνό ξενοδοχείο
με καθαρά σεντόνια από λευκό χαρτί
και τόσες αμαρτίες πλυμμένες στο σιφώνι από το μπάνιο
κι ωστόσο ήξερα πως συγκυρία είναι θα περάσει
και θα τ' αφήσουμε ελεύθερο και για άλλους ύπνους
και διαθέσιμο για ένα ποίημα σαν αυτό
από επερχόμενα ερείπια μιας στιγμής
σε ματαιοδοξίες που τις λέμε κατ' ευφημισμόν φιλίες, .

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

Νίκος Καββαδίας, Βάρδια

Λοιπόν, ή μάνα μου ειχ’ ένα μπάρμπα καπετάνιο. Λεβέντης, πλούσιος, μέ τέσσερα πλεούμενα. Σαραντάρης, παντρεύτηκε τή Ζαφειριώ. Δεκαοχτάρα, ορφανή, άρχοντοξεπεσμένη. “Ομορφη. Έφερε μαστόρους άπό τήν Πάτρα κι έκαμε το πατρικό του, παλάτι. Μαόνι καί κρύσταλλο. ’Έμεινε κάμποσο καιρό μαζί της κι έπειτα μπαρκάρησε μέ το καλύτερό του καΐκι πού τό ’χε γράψει καί βαφτίσει στ’ όνομά της. Πήγαινε κι ερχόταν. “Ενα χάραμα σαλπάρησε γιά τή Σαβόνα. Τά μεσάνυχτα, έβαλε κλειδί στήν πόρτα του καί τή βρήκε καβάλα μ’ έναν Καλαματιανό πού λάδωνε τά μαλλιά του, τά κατσάρωνε σάν πούστης καί γύριζε τήν Κεφαλλονιά πουλώντας τσίτια καί τσατσάρες. Ό λεγάμενος έκανε νά πηδήσει άπό το παράθυρο ξεβράκωτος, μά τόν έσυρε άπό τά μαλλιά πίσω. Ή Ζαφειριώ, άλαλιασμένη, έκρυβε το μούτρο μέ τις παλάμες. Τότες ο μπάρμπας μου έστρωσε τραπέζι γιά τρεις, άναψε τά καντηλέρια καί τις λάμπες, άνοιξε μιά μποτίλια πομάρ, χαβιάρι καί χοιρομέρι καί τούς έβαλε μέ το ζόρι στό τραπέζι.
« — Φάτε, τούς είπε, έχετε άνάγκη άπό δύναμη. »
Ή ψυχοπαίδα τους μέ το νυχτικό φάνηκε στήν πόρτα.
« — Σύρε μωρή σκρόφα κοιμήσου καί τσιμουδιά, γιατί θά σου κόψω τόν κώλο. »
Καθώς κερνούσε, χύθηκε κρασί καί χρωμάτισε το ρούσικο
λινά τραπεζομάντιλο. Μέ τά βρεμένο του χέρι τούς άλειψε τά κούτελο.
« — Γούρι.
« — Κωνσταντή, σκότωσέ με καλύτερα τώρα, μά μή μέ βασανίζεις. Πέταξέ με στά δρόμο, βγάλε ντελάλη νά τά φωνάξεις, όμως άσε με νά ντυθώ. »

Μόλις ξημέρωσε, έδιωξε μέ μιά κλωτσιά τάν Καλαματιανό, άφου πρώτα του ‘κοψε τά δυό μπατζάκια του πανταλονιού, ήπιε καφέ καί πήγε στάν καφενέ, πού ‘χε ναργιλέ δικό του. Τή νύχτα κοιμήθηκε μαζί της καί τήν άλλη το ϊδιο. ‘Ένα μήνα τήν πήδαγε καί μόλις χάραζε, ξεκίναγε γιά τά χτήματα.
« — Κωνσταντή, του ‘πε ή Ζαφειριώ ένα μεσημέρι, ξεχνάς κάτι λεφτά κάτου άπά τά προσκέφαλο καθημερινά.
« — Δέν τά ξεχνάω, της άποκρίθηκε. Πληρώνω πάντα τις πουτάνες πού κοιμαμαι μαζί τους. »
‘Ένα μεσημέρι ή θειά μου πέταξε τό αίμα πάνου στό τραπέζι τήν ώρα πού τρώγανε καί πέθανε λίγες μέρες κατόπι. Ό καπετάνιος δέν άφησε κανένα νά μπει στά σπίτι. Τή στόλισε μοναχός του καί τά μεσάνυχτα —τά πρωί θά τή βγάζανε— σήκωσε τά φουστάνια της (τό ’πε έπειτα άπό καιρό ή δουλίτσα πού παραμόνευε), καί τήν έφτυσε στά σκέλια μουρμουρίζοντας « φτού σου, σκρόφα ». Τόν έφτασα θεόστραβο, έκατοχρονίτη, νά κάθεται σ’ ένα σκαμνί, όξου άπά τά σπίτι του, άντίκρυ στή θάλασσα. Αυτές είν’ οί γυναίκες. Ό γραμματικός άποκρίθηκε άπότομα.
—Άντρας νά σου πετύχει ό μακαρίτης… Παλικαράς Άν είχε πλάτες καί προίκα, θά τά σκέπαζε. Μά βρήκε τήν ορφανή νά βγάλει τά άχτι του. Μπορούσε νά τήν πομπέψει, νά τή σκοτώσει. Άντρίκεια όμως. Είμαι σίγουρος πώς ή θειά σου θά ‘χει άγιάσει. Κι εκείνου άναβέ του κανένα κερί, γιατί δίχως άλλο θά ‘χει ούρά εκεί πού ’ναι. ‘Όχι γιά νά διώχνει τις μύγες. Ούρά σάν του διαόλου.

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2017

Πέντε του Λιτοχώρου

                                                   Απαγορεύεται η αναδημοσίευση

1
Γέρο, έτσι με έλεγαν γέρο, ανέβα να καθαρίσεις το χιόνι από το Καψιμί, θα πέσει η στέγη, είναι από τσίγκια. Μου έδωσαν το φτυάρι μπήκα στον κουβά που είχε το βελόνι στην άκρη, μάλλον θα το έφεραν από το μηχανικό απέναντι... Τι να καθαρίσεις που ήταν ένα μέτρο πάχος κι είχε κιόλας σφίξει... μια δυο φτυαριές το ρισκάραμε να μείνει ακαθάριστο και να το αφήσουμε να λιώσει. Ο Ζώτος είχε βγάλει κιόλας το περισυλλογής από τον όρχο μπροστά στα μαγειρεία, είχε διπλώσει μια νταλίκα λέει στις στροφές του Πλαταμώνα κι είχε κόψει την κυκλοφορία, θα πήγαινε να ανοίξει το δρόμο. Φόραγε μια κουκούλα που άφηνε μονάχα τα μάτια γιατί το όχημα το οδηγούσες με το κεφάλι έξω χωρίς καμιά προστασία, α ρε Βασίλη, ακόμα τον θυμάμαι στις τελευταίες ετοιμασίες, συρματόσκοινο φτυάρια ως να φύγει για κάτω. Έξω από το στρατόπεδο περνούσαν κάτι Λιτοχωρινοί με σκι. Ἐπρεπε να πάνε σε κάτι σπίτια ψηλά στο χωριό να τους πάνε τσιγάρα και να δουν μην έχουν καμιάν άλλη ανάγκη. Είκοσι μέρες κράτησε. Τα μεγάλα χιόνια του 87 όπου έπιανες το μέταλο του άρματος και σου έκαιγε το χέρι, Αρδέννες του 44, οιωνεί εμπόλεμος, σ' ένα λευκό σαν χαρτί, η Κίρκη έκανε δεκαοχτώ ώρες ταξείδι ως να φτάσει για να με δει τέσσερις, το εμ τιβί έπαιζε στα μαγαζιά στην Κατερίνη σε όλες τις οθόνες. Το χιόνι έπεφτε έπεφτε όπως στο τελευταίο διήγημα των Δουβλινέζων του Τζόϋς και μου έστρωνε μελλοντικές γραφές. 

2
Κάποιος είχε βρει την κινηματογραφική μηχανή και κάτι φιλμ ασπρόμαυρα για τον πυρηνικό πόλεμο και κάναμε νυχτερινή στο καψιμί, ψοφόκρυο και στον ελληνικό στρατό υπάρχει μονίμως πρόβλημα απασχολήσεως σε τόσα αρχίδια, κυριολεκτώ, μαζεμμένα... να βγαίνουν οι αρχηγοί όπλου μετά να δηλώνουν το αξιόμαχον... Κάπου στην κατασκευή των αντιπυρηνικών ορυγμάτων ήρθε από την πύλη ο σκοπός να πει: Γέρος, επισκεπτήριο. Επισκεπτήριο εγώ, τετρακόσια χιλιόμετρα από την περιοχή ενδιαφέροντος μου; Στην πύλη με περίμενε η Ναυσικά,το είπε ότι θα έλθει και το έκανε. Κατερινιώτισσα στο Λιτόχωρο δεν κατέβαινε
εκτός κι αν ήταν για ορειβατικούς λόγους η σε κανένα περίπατο με τέσσερα επί τέσσερα κι αυτή είχε έρθει με το λεωφορείο της γραμμής. Πήγαμε στο παγκάκι δίπλα στην πύλη κάνοντας τα τυφλά κουτάβια του έρωτα... έχει πολύ ήλιο στην Ελλάδα για να καταλάβεις τη μεταφυσική του κρύου. Και μείναμε εκεί ως το τελευταίο λεωφορείο για πίσω. Ελάχιστοι ξέραν τότε την Ευδοκία κι εμείς την παίζαμε σε παραλλαγές και σε συνωμοσία με το Νίκο το λοχία το σκηνοθέτη... Με το που μπήκα στο καψιμί γυρίζοντας ξέσπασαν σε χειροκρότημα για το γέρο και ιαχές... απότι φαίνεται η ενημέρωση ήταν συνεχής για τα τεκταινόμενα στην πύλη. Και τώρα θα πρέπει να τελειώσω την αφήγηση με μια αποστροφή που να σας πιάσει τα σπλάχνα για τη φυγή του χρόνου και τον άπορο έρωτα. Υπάρχει ένας τίτλος θεατρικού έργου που για μένα τα σημαίνει όλα από τη θέση της σκοπιάς στην πυλή εξοδούχων: Η καρδιά μου εκειπάνω στα Ψηλά.


Πήρα την πολιτική ταυτότητα από το πρώτο γραφείο, Κυριακή, σαν να μου δίνανε πίσω μια ζωή που πια είχα τόσο αλλάξει που δεν ήξερα τι να την κάνω. Είχα περάσει το προηγούμενο βράδυ σε μια Κατερίνη που έμοιαζε με λούνα παρκ στην καλοκαιρινή της εκδοχή. Περιφερόμουνα για μια συνάντηση. Τίποτα. Η ζωή δε με ήθελε. Το απολυτήριο ήταν μια δίψα που έκαιγε όλα τα χαρτιά. Τον καλύτερο τρόπο να σε κλειδώνει απέξω του τον έχει ο στρατός. Από την πύλη της εικοσιτρία ως την πλατεἰα απάνω όλοι οι δεσμοί είχαν σπάσει. Ήμουν ένας κανένας κι αυτό το έπιανα στο στομάχι σαν ναυτία. Πήρα ένα ταξί ως την εθνική και στο πρώτο λεωφορείο που περνούσε σήκωσα χέρι για κάτω, προς Αθήνα, με κάτι που τέλειωνε και θα ήταν, το ήξερα, τόπος μιας απέραντης νοσταλγίας. Ο Τόμας ντε Κουίνσυ μας αποκάλυψε την αφόρητη αίσθηση του να ψάχνεις μιαν Άννα σε μια πόλη, να μην τη βρίσκεις, κι αυτή πιθανόν να είναι στο αποκάτω στενό.
[΄Οπως απεδείχθη, χρόνια μετά, λίγο μετά, ένα αυτοκίνητο με έψαχνε στα πρόσωπα των περαστικών. Οι χρόνοι της ζωής δεν συνέπεσαν για μια συνάντηση. Μας απομένει όμως μια μόνιμη δυνατότητα σε ένα κόσμο ρεμβασμού να βλέπουμε τις ποιητικές διαστάσεις αυτής της μη συνάντησης, σαν τη μητέρα όλων των παρά λίγο που τόσο μας συγκινούν στις κινηματογραφικές αίθουσες]
 
4
Αυτός που θα πήγε να ανάψει το καντήλι στο παραλιακό κοιμητήριο της Ακράτας κι είδε κάτω από τον σιδερένιο κρίκο το τσιγάρο, θα παραξενεύτηκε. Το τάφο τον διακρίνεις γιατί είναι κατάμαυρος στους υπόλοιπους λευκούς. Μαύρο πρόβατο Σακκελαρά ακόμα και στο θάνατο. Στην πόρτα της εκκλησίας ανήμερα Χριστούγεννα μου το είπε ο νεωκόρος:Τα ΄μαθες, ο δικός σου μας άφησε χρόνους, στουκάρησε με αμάξι έξω από το σπίτι του και πάει. Σκέφτηκα τα κορίτσια, Κορινός Αλεξάνδρεια Βροντού, το τελευταίο βράδυ που έφευγε, ο Αργύρης, ο ευσταλής με όλη τη στρατιωτική λαογραφία του μπλάνκο πάνω του, που έλεγε θ' ανοίξω μπαρ και το άνοιξε και πήγα κι έλεγα στο γκαρσόνι τον ιδιοκτήτη θέλω και ειδωθήκαμε για τελευταία φορά. Δεν του έκατσε η αγάπη κι αυτό είναι πιο πολύ που με πονάει. Γιατί αυτός έδινε απλόχερα αλλά που παραλήπτες. Όπως τότε που έβγαλε το αμπέχωνο για να το πάμε δώρο στη Ναυσικά, να το φοράει στην Κατερίνη και να ψάχνονται από πιο στρατόπεδο το είχαν τσιμπήσει. Τώρα κοιμάται και χτυπάει ο ήλιος και η βροχή την πορσελάνη της φωτογραφίας του στον μαύρο τάφο σε όλους γύρω τους λευκούς, η σειρούλα μου, το κολλητάρι μου,το μαύρο πρόβατο ως και στο θάνατο με τα μαλλιά ξανθά και βούρτσα να τον αφήνει ο χρόνος μιαν εικόνα απείραχτη όσο εμάς μας γερνάει.

5
Ήρθε νέος, μου είπαν, λόγω επιστράτευσης... μόλις έκλεισα το καψιμί πήγα και τον βρήκα στα σκαλιά της αναφοράς. Φιλαράκι του λέω, ούτε που μίλησε. Πήγα στο θάλαμο, σενιαρίστηκα και ξαναγύρισα... πάλι δε μίλαγε. Άρχισα τις απειλές για καψόνι, θα μετρήσουμε με σπίρτα την περίμετρο και τέτοια, ώσπου μου το έσκασε το παραμύθι ότι ο πατέρας του είχε αυτοκτονήσει λίγο καιρό πριν. Κοίτα μαλάκα, του λέω, μην κοιτάς τώρα που είναι επιστράτευση, μόλις περάσει θα βγεις εξοδούχος Κατερίνη, είσαι ωραίο παιδί και το μουνί θύελλα. Θα ξεχάσεις όχι τον πατέρα σου, αλλά και τη μάνα σου μαζί. Μαλακά στη σκοπιά είπα όπου έπρεπε μην ανοίξει κανένα τελαμώνα και μας τιναχτεί... Πέρασε ο καιρός κι ένα βράδυ, δώδεκα έφταναν οι τελευταίοι από Κατερίνη, χοροπήδαγε στο διάδρομο, θαλαμοφύλακας εγώ, το πρώτο φλέρτ. Γύρισα και του έκανα με το δάχτυλο, "τι σου έλεγα;", κι ήρθε καταπάνω μου να μου δώσει μπουνιές, η πληρωμή των προφητών. Μ' άφησε μέσα γιατί ο θάνατος του πατέρα του τον είχε κάνει προστάτη οικογενείας... Είχαμε ψυχρανθεί όταν έφυγε, συμβαίνουν αυτά, κι εκεί που έλεγα το κωλόπαιδο ούτε γεια, σηκώνω την κουβέρτα που τύλιγε το μαξιλάρι να πέσω για ύπνο κι ανάμεσα σ' ένα τσιγαρόχαρτο από πακέτο ένα τσιγάρο και γραμμένο με στυλό ένα "ευχαριστώ για όλα". Είχε μάθει κιόλας πως αποχαιρετιούνται οι άντρες. Το τσιγαρόχαρτο, ακόμα το κρατάω.

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

Ευσεβείς πόθοι (για να αρχίσει ο χρόνος )

Τη φοβερή ζωή σας, τη γεμάτη, με τη ρωγμούλα της
που δεν θα έφτανα να την γεμίσω σαν ο άλλος,
τι να γεμίσω, εδώ παραπατάω από φιλιά, και δυο
στενά πιο κάτω δέσαν οι χρόνοι και με γύρισαν
σε σώμα που μόλις αντέχει, στα δεκαεφτά, γι αυτό
τη φοβερή ζωή σας, που η ρωγμή της χρόνο
με το χρόνο έχει γίνει στενό στο χάρτη που χω-
ρίζει ηπείρους, λέω να τη ζηλέψω αύριο.