Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017

Αποσιωπητικά



Κι όταν ο επιστήμονας του μέλλοντος
θα εξηγεί πως κάποια πρόσωπα
σαν τον Μανώλη Γλέζο
που η γραμμή της Ιστορίας διάβηκε κατάσαρκα
ζουν όχι μόνο μια ζωή μα τόσες
όσες και οι νεκροί που φέρνουν μέσα τους
και φτάσει εκεί, στο: Κι αν πεθάνω
θα βρει ένα: ναι Τόσκα,
πρόσωπο τρέχον εξουσίας
και στην ιστορία ασήμαντο
που δεν θα αξίζει ούτε μια υποσημείωση
θα βάλει αποσιωπητικά και ίσως όχι
και θα προσθέσει:θα σας κυνηγάει η ύπαρξη μου.

Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017

Ποιητής του 80

Βράχος σταθερών απόψεων

Απαλλαγή

Το πρόβλημα με τους εχθρούς είναι ότι κάθε φορά που ξεμπερδεύεις με ένα γεννάνε, αυτό μάλλον θα θέλει να δηλώσει ο μύθος της λερναίας ύδρας...  Λοιπόν, εσάς σας απαλλάσω από εχθρούς γιατί αν σας στείλω ένα αρχείο που έχω στο ίνμποξ θα παγώστε όχι μόνο εσείς, αλλά κι αυτοί που θα πάρουν διαζύγιο εξ αιτίας του...  Κι εσύ μικρή, δε σε ξέρω δε με ξέρεις υποφέρω κι υποφέρεις. Στην άλλη ζωή. Τα λέμε. Άντε χαμίνια. Μην ενοχλείτε ερωτευμένους ανθρώπους.

Τρίτη 27 Ιουνίου 2017

Ελίσσης 2

Το τι είναι η μελωδία, το πως είναι η αρμονία της γραφής...
Ευτυχής εκείνος που έχει αρκετή μελωδία για τον αρχάριο
και αρκετή αρμονία για τον απαιτητικό.


Το Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα, το έκκεντρο
- Η κόρη της Λιμπράδα, η ανύπαντρη, έκανε ένα γιο ποιός ξέρει με ποιόν.
-Γιο;
- Και για να κρύψει τη ντροπή της τον σκότωσε και τον έχωσε κάτω από κάτι πέτρες, αλλά κάτι σκυλιά με πιο ευσπλαχνία από πολλά πλάσματα, τον πήραν και σαν οδηγημένα από το χέρι του Θεού, τον είχαν απιθώσει ένα βήμα απ' την πόρτα της. Τώρα θέλουν να τη σκοτώσουν. Την φέρνουνε τραβώντας προς την κατηφόρα, κι από τα στρατόνια και τα λιοστάσια έρχονται οι άντρες τρέχοντας, δίνοντας κάτι φωνές που τρομάζουν τον κάμπο.
Αυτό είναι όλο το έργο. Η έκκεντρη αυτή αναφορά προεξοφλεί και το Θάνατο της Αντέλας, γιατί προεξοφλεί την εγκυμοσύνη της και τις συνέπειές της. Σαν τραγικός φόνος εκτός σκηνής σαν απειλή τιμωρίας που είναι χειρότερη από τιμωρία. Δεν θα έβαζα ποτέ τη Μπερνάντα Άλμπα να λέει είναι παρθένα. Το κορίτσι αφίληγο που μου είπε η γιαγιά της για τη Σοφία και το κοιμάται παρθένα σεμνή του Σολωμού άκυρα. Ιστορικά δε λέει το πράγμα. Θα αναδιέτασα την πλοκή και θα έβαζα ένα πρόσωπο της Σάρα Κέιν, μια ψυχασθενή ανύπαντρη μητέρα να έκανε το φόνο επειδή διάβαζε τη Μπερνάρντα Άλμπα. Το έργο του Λόρκα είναι μια τραγωδία για αυτούς που δεν έχουν λόγο μπροστά στην κοινωνική ιστορία. Είναι οι λόγοι των υπό εποπτείαν. Των Υπόγειων. Αυτό τρέφει ενεργειακά το έργο. Όταν το είχα δει στη σκηνοθεσία της Τότας Σακελλαρίου πρόσεξα τη φράση. Το χωριάτικο κουτσομπολιό του πολιτισμού της ντροπής μετατοπίζεται στις ειδήσεις του αστυνομικού δελτίου. Η μάνα μου ίσως το είχε δει στην τηλεόραση με την Κατσέλη... θα πρέπει να ένιωσε πολύ κοντά στο Λόρκα. Ήξερε αυτή.


Μη υπάρξαν
Ένα στα τρία ήταν αεροβαφτισμένο, τόσο γεννιούνταν κοντά στο θάνατο. Το ' πιαναν το παιδί από τις μασχάλες και το έκαναν όπως ο παπάς: και το όνομα αυτού... Η Τούλα του Λ. γυναίκα τέτοια, από την Καρδίτσα λέγανε, που πήγαινε κοντά στο μετέπειτα γυμνάσιο θηλέων με παντελόνι ριγέ γαλάζιο στενό και κοντό στον αστράγαλο με σκίσιμο να πάρει πελάτες και τη ρώτησα που πας και μου λέει στο εργοστάσιο, έτσι, από την Πάτρα ως τον Πύργο μόνο η Ελίσσα έχει τέτοιο εργοστάσιο, ακόμα και τώρα εκεί κατά το Γεράκι. Έμενε δίπλα σε νοικιάρικο όταν φώναξαν ξαφνικά την κυρά Σοφία. Η Τούλα ήταν έγκυος έξη μηνών, το πράγμα δεν πήγε καλά κι είχε γεννήσει το μωρό και την φώναξαν να το αεροβαφτίσει. Η κυρά Σοφία με το όνομα της πεθαμένης ετεροθαλούς αδελφής, με το μισό της όνομα στο θάνατο ήξερε από αυτά. Είχε τη σκληρότητα να θρέφει κοτόπουλα και μετά να τους κόβει το λαιμό να φάει ο καλεσμένος. Πήγε δίπλα και γύρισε κατακόκκινη κι είχε και μένα να ρωτάω τι ήταν το αεροβάφτισμα. Πως το έβγαλες της είπα: Μηνά, σαν τον πατέρα μου. Τότε δεν καταλάβαινα τις αρμονικές του πράγματος μα σήμερα θέλω να γράψω: Εσύ που σώζεις τα ονόματα που φροντίζεις και τα στρουθία του ουρανού σώσε και το όνομα του μικρού Μηνά που γεννήθηκε και πέθανε, που να το θάψαν άραγε το έξη μηνών παιδάκι, και που για το νόμο θεωρείται ως μη υπάρξαν εκεί όπου και η μάνα μου έζησε από ζωντανή: Στον κήπο με τα ονόματα των αθώων νεκρών
Περιέργεια
Όταν τους πέρασαν από τον Ανακριτή στο Αστυνομικό τμήμα, ο κόσμος βγήκε να πάρει το δίκιο στα χέρια του. Έχεις δει την τελευταία σκηνή της Αναπαράστασης του Αγγελόπουλου; Ε, έτσι. Αδελφή και γαμπρός το είχαν σκοτώσει το παιδί για κτηματικά και μια πελάτισσα στου Τσάφα είπε μέσα σε λυγμό ότι το κεφάλι ήταν χωρισμένο από το σώμα και ότι τα κοράκια του είχαν φάει τα μάτια. Ήρθε ο Καψάσκης, ο ιατροδικαστής απ' την Αθήνα για νεκροψία στο κοιμητήριο στην Αγιατριάδα... Πήρα το ποδήλατο και πονηρά τράβηξα για εκεί. Μεσημεράκι, ερημιά. Στο σπιτάκι της εισόδου το άδειο φέρετρο για το φτωχό που ο πατέρας είπε δώρησε κάποιος και τον έθαψαν τυλιγμένο σε σεντόνι. Τι άλλο ήθελε η καρδιά για να πάει να σπάσει. Πήρα το ανηφοράκι με το πετάλι να πηγαίνει το ποδήλατο σιγά και με πήρε η μυρουδιά. Δεν ήταν μυρουδιά απλώς, ήταν η αποφορά του τετραημέρου φίλου του Χριστού Λαζάρου. Ένα τραπέζι πίσω από την εκκλησία κι απάνω το παιδί που τα κοράκια του είχαν φάει τα μάτια μέσα σε νάιλον από τα θερμοκήπια και λευκά σεντόνια. Πλησίασα όσο μου επέτρεψε ο τρελός χτύπος της καρδιάς μου. Άλλο δεν είδα.


Διαλέχτε!
Στου Στραβογιάννη να πας να πάρεις κόλες να κόψουμε, να σκουπίζει το ξυράφι από τον αφρό στα ξυρίσματα. Ποιός τη χάρη μου, ειδικά εκεί στο χείμαρρο Σοχιά που έλεγε η πατριδογνωσία και όπου οι αδελφοί Κρινά όλοι περιβολάρηδες κι ένας ταξίτζής πρόσφεραν χρώματα ζαρζαβατικών εποχής στα μάτια και εισαγωγή στο σχολείον του εμπρεσιονισμού, λέω τώρα.
Πιο σημαντικό όμως ήταν ο ψαράς ο ασημολέπης με το στρατσόχαρτο στο χέρι τα ψάρια του στον πάγο και το χέρι του που έριχνε το νερό από τον κουβά για να μένουν φρέσκα. Κοντόχοντρος μελαχρινός και με μουστάκα μαύρη, μάτια γουρλωτά που στους περαστικούς ψάχνανε πελάτη, φρουρός ποσειδωνίων υποθαλασσίων ανακτόρων που θα μπορούσε να έλεγε ο Παπαδιαμάντης, στεντόρεια φώναζε: Διε διε διε διε διε διεδεδιεδιέδιέ, ήτοι εις την γλώσσαν του μοιρολογίου της φώκιας: Διαλέχτε!

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

Ελίσσης

Αμμοχώσεις
Οι κάτοικοι της Ελίσσης είναι καμπίσιοι, δεν είναι θαλασσινοί. Μπορεί να ψήνονται από τον ήλιο στο μποστάνι, δίπλα στο κύμα, μα δε θαλασσοβρέχονται. Το μαύρο ψιλοκοπάκι το τσίτι με τα γκρίζα ανθάκια που επιτρέπουν οι χήρες στην καλοκαιρινή τους εμφάνιση και η ομπρέλα η μαύρη η ξασπρισμένη από το δάρσιμο με βροχές και ήλιο. Δεν υπάρχει χρώμα ζωγράφου για να το δώσει αυτό, αλλά θριαμβεύει στη φωτογραφία. Και ξαφνικά μου ήρθαν τα παιδιά της κατασκήνωσης που τρώνε φακές σε εμαγιέ πιάτα και χτυπάνε τα κουτάλια αναγγέλοντας τη μεσημβρία με κρουστά. Με πιάνουν από το λαιμό, μου λένε σώσε αυτόν τον ήχο! Δεν πίστευα ποτέ πως έπρεπε να τα σώσω όλα αυτά. Ήταν η βάση, αυτό που δεν άλλαζε. Σαν τη φωτογραφία των Κέννεντυ στο ακραίο τροχόσπιτο με τη γαλάζια κουπαστή, σήμα κατατεθέν της Κουρούτας. Από τις μαύρες πάλι ομπρέλες στην αμμουδιά έβλεπες αυτούς που κάνουν αμμοχώσεις. Το έλεγε ο γιατρός γιατί η υγρασία του τόπου σάπιζε τα οστά των ανθρώπων από ζωντανούς. Έμπαινε σε λάκκο πρόχειρο και θαβόταν κι αν ήταν άντρας καμιά τρίτσα, αν ήταν γριά της φύσαγε ο αέρας το μαντίλι το δεμένο στο σαγόνι. Και τρέχαμε τα τσορομπίλια ως το καφενείο του Ρεμούνδου όταν ήταν να φύγουμε γιατί αυτός ο διάολος έκαιγε, δεν ήταν αστείο. Με πνίγει αυτός ο τόπος στις πραγματικές του διαστάσεις, μα σαν τον σηκώσω εκεί που τον αγαπώ είναι απέραντος, να χωράει αναγνώστες και το σπουδαιότερο να μετράει τη ζωή, γιατί πως νομίζετε μετριέται η ζωή; Με εκατομμύρια κύματα που σκάνε στην Κουρούτα από την πρώτη φορά σου ως την τελευταία σου. Κάποιο κύμα το νήμα στη ζωή της μάννας μου, κάποιο άλλο του πατέρα μου, κάποιο στο μέλλον εγώ. Έχει πολλούς νεκρούς που γυρίζουν σαν μικρά παιδιά στην ακτή. Για όσους ξέρουν έχει ένα συνωστισμό ανυπόφορο, κουνάνε τα καλαμάκια του καφέ σταματάνε τον ήλιο στη δύση, φέρνουν άλογα να τα δροσίσουν, σπέρνουν δάκρυα στα παιδικά σου μάτια τραβάνε τζούρες από τα τσιγάρα σου, ο Θείος Αντρέας στη φωτογραφία κρατάει ένα καρπούζι πλανήτη. Υπολογίζοντας τη φωτογράφιση η μητέρα είναι έγκυος εμένα, σε έξη μήνες θα πάω να γεννηθώ.


Μεσημέρι

Είχαμε πει τρία ντριν από το σπίτι μπροστά και μετά στο κατηφοράκι στην άκρη τη σταφίδα, γιατί φεύγανε για τον τρύγο. Μεσημεριάτης άγγελος ήθελα, πως το λένε, δεν ξέρω τι ήθελα, μα ήθελα, ορθοπεταλιές, χέρια αμολητά, την είχα φιλήσει πάλι κι αυτό το ζωάκι ανάμεσα στους μηρούς ήταν συνδεδεμένο και δεν το κρατούσε παντελόνι. Πέρασα, είπα το σύνθημα, το άκουσε δεν το άκουσε πήγα κάτω στη σταφίδα στις σκιές που δεν φαίνονταν από το δρόμο, πλάγιασα και το ποδήλατο να μη φαίνεται, θα έρθει δε θα έρθει... Ήρθε αθόρυβα μα την πρόδωσε ένα τσακ από ένα κλαράκι, γύρισα. Ήταν πηγάδι το πρόσωπο όπου έσβηνα και δίψαγα φιλί. Το έδωσε απαλά και κάθισε, όπως κάθονται τα κορίτσια στα εξώφυλλα με τους αγγλικούς τίτλους μυθιστορημάτων λέω τώρα. Εγώ που ήθελα τόσα να της πω είχα μείνει χωρίς λόγια. Τα λόγια είναι οι προδότες του θέλω. Δεν μπορούν να το καλύψουν. Έπιασα κάτω από τη μασχάλη και κατέβαινα. Αυτό που έπιασα παρακάτω ήταν το λάστιχο από το βρακάκι τα είχα δει απλωμένα στην αυλή της μάνας της. Άπλωσε το δάκτυλο από πολύ κοντά, με κοιτούσε σαν ερωτηματικό, και μου έστριψε τη μύτη. Ένα σύννεφο έκρυψε λίγο τον ήλιο και σκυθρωπιάσαμε. Πήρε το χλωρό από ένα κλίμα και το δάγκωνε, εγώ αδημονούσα για κάτι σαν έμβολο πήγαινα να κρύψω τη ντροπή μου και ξαφνικά κατάλαβα ότι ανάμεσα στα χέρια μου και το κορμί της δεν υπήρχε. Δε θέλαμε μόνο εμείς, λοιπόν. Θέλαν κι εκείνες. Δεν ήταν στόμα αυτό καθώς την στρίμωξα δαγκώνοντας και λιγάκι το χείλο, ήταν λουκούμι και νερό δίψα και ξεδίψασμα. Ένας σκύλος πέρασε ψάχνοντας τζιτζίκια και μας χώρισε. Θα μας μαρτυρήσει της είπα σχεδόν γελώντας και ψύχραιμος. Τι διαβάζεις; Την Ερόϊκα του Κοσμά Πολίτη... την τυλίχτηκα έτσι που αργότερα θα έλεγα σαν Ενδυμίωνας... είδα να φεύγει ευκίνητη με τις ελβιέλες και δίπλα ο σκύλος βουτούσε μες στο σκιερό κι αυτή σαν άλλο αιλουροειδές ανάμεσα στα κλήματα. Πήρα πάλι το ποδήλατο. Ως να φτάσω σπίτι ο λεκές μπροστά είχε στεγνώσει.


Αγρονομείο

Το πολυβολείο απέναντι μου υπέβαλε την ιδέα πως έτσι θα ήταν που βάζανε τα κεφάλια να τα κόψουν στον εμφύλιο, ένας κορμός κι ο μπαλτάς κι ερχόταν ένας ένας να πάρει το επίδομα κι άλλος έδινε πέντε ζευγάρια πόδια από κοράκι, και τα πετσόκοβε ο αγρονόμος δεμένα με κλωστή να τα ακυρώσει κι άλλος ουρά από αλεπού κι ασβό και λιάνιζε ο μπαλτάς να τα ακυρώσει, κυνηγοί ήτανε από τα ορεινά και μετά αγόραζαν μπαρούτια σοκόλ και σιπέ γιατί γεμίζανε μονάχοι τα φυσίγγια στα δίκανα και σε κανένα μπροστογιμί που είχε ξεμείνει, πρόσωπα αξύριστα εκεί στην αυλή με τις πικραγκουριές που με τα σπόρια τους έπαιζες πόλεμο, Μπακουλέας. Σαν κατσαπλιάδες θα ήταν η λέξη του πατέρα που τους περιέγραφε. Όμως στην αφήγηση για να αξίζει την ανάγνωση ο κόσμος συνέχιζε να μυρίζει τρινάλ από την αποθήκη απορρυπαντικών του Θλιβερού που παίρναμε τους ανάγλυφους χάρτες των Ηπείρων με τα καπάκια της χλωρίνης και τα κάγκελα των κήπων είναι γεμάτα τριανταφυλλιές που θα ζήσουν στο αρχείο που τις γράφω τώρα πιο πολύ από όλα τα καλοκαίρια μου. Το ίδιο και η παρατημένη καναδέζα η γκρίζα από το σπίτι που ήταν η παλιά αστυνομία εκεί δίπλα στο φόβο που φυλούσε τα έρμα σ' εκείνο το σπίτι δίπλα που το σπάσαμε και βρήκαμε μπουκάλια και κατοχικά νομίσματα και γέμισε ο τόπος χαρτονομίσματα δισεκατομμύρια και τα παίζαμε για χαρτάκια κι ακόμα θυμάμαι τη μητέρα να λέει ξέρεις τι έπαιρνες με αυτά τα μηδενικά: όταν αχρηστεύτηκαν τα λεφτά ένα μαντιλάκι.
Χαιρετίσματα
Τον είδα σου λέω τον Κωστάκη σε εκπομπή νύχτα, ντοκυμανταίρ στη Νέα Υόρκη, να πουλάει χοτ ντογκ, ασπρομάλλης στην Πέμπτη Λεωφόρο και να στέλνει χαιρετίσματα στην Αμαλιάδα... κι ήθελα να του φωνάξω μες στη νύχτα πως οι χορδές στα τύμπανά μας θέλουν σφίξιμο, πώς θα παρελάσει το σχολείο, πως τα ποδήλατά μας σκουριάζουν στην αυλή Οινομάου και Παπαφλέσσα, πως τα παράθυρα του σπιτιού του είναι χιασμένα με καρφωμένες τάβλες, και πως όταν είπε ο πατέρας του στην Κουρούτα στο δικό μου, φορώντας το παντελόνι του μετά το μπάνιο, θα πάμε Αμερική Θανάση, εγώ δεν ήξερα πως θα ήταν από κεί και πέρα για πάντα, αλλά δεν με άκουγε μόνο γέλαγε στο καροτσάκι του με το ίδιο γέλιο που πέρασε όλο το μεταξύ χρόνο απείραχτο και μας έστελνε χαιρετίσματα.

Καντίνα
Έχω δυο μνήμες κι είμαι μονίμως σε καντίνα στη διαδρομή προς τα κάτω. Αυτός κι αν είναι τόπος για να δεις αυτό που φωτίζεται μια στιγμή ως επείγον κι έπειτα χάνεται στα χιλιόμετρα... Η πάνω είναι ανοιχτή, είναι αυτή που της δίνω λόγο. Η κάτω μ΄έκλεισε, με δίπλωσε στα δώδεκα σαν τον Χριστό, καλά στηριγμένη στο πολλαπλάσιο του τέσσερα, σε αριθμολογία μητρική και μου δίνει συνεχώς λόγο. Εξάγει τα πρόσωπά της με φορά παγκοσμιότητας, τρέφεται από Φώκνερ κι επιστολές της μητέρας μου. Της ελευθερώνω πραγματικότητα με όση φαντασία μπορώ. Η Ελίσσα, η πολίχνη της καταγωγής όσο πάει και γίνεται ένα βιβλίο, ένα παλίμψηστο όπου διαβάζω εκείνα που με εμποδίζουν οι σημερινές προσόψεις. Δεν είναι παρά αληθινό περιστατικό που δαγκώνει χρόνο και σκάει σαν το κάθε τι που είναι προορισμένο να γίνει ελεγεία. Κάποτε σκέφτομαι θα βάλω τάξη θα βρω εκείνο το παλιό τετράδιο που κατοικεί ένα μυθιστόρημα σε σκίτσα από πεπραγμένα και ονόματα, εν τω μεταξύ φτάνει κάτι ελάχιστο ώστε η σιωπή να μην κρατάει, ν΄ανοίγει όπως η μύτη στην αυλή του μοναστηριού και να πεινάει λεγόμενο. Μου εξαρθρώνει τη ρητορική βάζει δικά του μεγέθη στη στυγνότητα της περιγραφής γίνεται λυρικό αν λυρισμός σημαίνει η ανάκληση του απόντος. Έχω δυο μνήμες μια γραφή και δυο διαψεύσεις από την πραγματικότητα. Κάποτε σκέφτομαι να γείρω εκεί, σε μια καντίνα σε κάποιο χιλιόμετρο να θρέψω κανένα χορτάρι ανώνυμο. Ο θάνατος είναι τόσο γλυκός που εκεί που πεθαίνεις σου γίνεται πατρίδα.

Σάββατο 24 Ιουνίου 2017

Ο Ρένος Αποστολίδης και η ανησυχία για το ντοκουμέντο

Όταν ο Ρένος Αποστολίδης, στις εκπομπές του για τον Εμφύλιο μέσα μας, φτάνει στην Πυραμίδα 67 στα ελληνοαλβανικά σύνορα λέει τη φράση: Άρα, δεν το φαντάστηκα... Δεν καταλάβαινε ίσως πως έτσι μας εμποδίζει να φανταστούμε εμείς. Θέλω να πω ότι ο Ρένος Αποστολίδης θέλει να μας οδηγήσει σε μια ελεγχόμενη και μονοσήμαντη ανάγνωση του έργου του. Και το ίδιο δυστυχώς κάνουν με την καλύτερη των προθέσεων οι γιοί του. Τα έργα του Ρένου όσο κι αν το στοιχείο της ιστορικής μαρτυρίας που περιέχουν υπήρξε απειλούμενο από τις μετεμφυλιακές διαστρεβλώσεις και τα εκατέρωθεν των αντιπάλων πλανίσματα, σήμερα όχι μονάχα δεν κινδυνεύουν, αλλά είναι αυτά που αποτελούν την κύρια μαρτυρία. Μια μαρτυρία που αν απελευθερωθεί και πάλι όχι σε μια κατευθυνόμενη ανάγνωση αλλά σε αναγνώσεις που θα εμπλουτίζουν τη δύναμη των γραπτών του όντας ανταποκρίσεις στην συντριπτική κάποτε επαφή με τον αναγνώστη, θα αποκαλύψουν ίσως το αναμφισβήτητο μέγεθος του συγγραφέα στις νεότερες γενιές. Πράγμα που αρχίζει ήδη να φαίνεται καθώς ο χρόνος καταπίνει το ένα μετά το άλλο τα έργα της μυθοπλασίας εκείνης της εποχής. Γύρω από το Ρένο Αποστολίδη υπάρχουν αρκετοί μιζεράμπλ, πρόσωπα κατεστραμμένα σχεδόν από την επαφή με τη δυνατή προσωπικότητά του, που όσο διακινούν τόσο αποσιωπούν λόγω προσώπου το έργο του συγγραφέα. Είναι η ώρα το έργο του Ρένου Αποστολίδη να περάσει για τα καλά τα ελληνικά σύνορα και να μεταφραστεί σε όσες περισσότερες ξένες γλώσσες γίνεται. Από τη μεριά μου κάνω μια προσπάθεια να μεταφραστεί στα Ισπανικά. Κάτι που πιστεύω θα βοηθήσει και στη χαλάρωση των ελεγχομένων αναγνώσεων του έργου του.

Ο εύθικτος Τάκης Σινόπουλος και το ηλειακό σύμπλεγμα

Όταν ο Μιχάλης Πιερής, και πιθανόν τη προτροπή του Γ. Π. Σαββίδη, παραλείπει να καταγράψει το γεγονός ότι η 21η Απριλίου βρήκε το Ρένο Αποστολίδη κατηγορούμενο από τον ποιητή, σαφώς ξέρει γιατί το κάνει. Διότι αντιλαμβάνεται στη σωστή προοπτική του χρόνου ότι το γεγονός είναι κατάπτυστο. Ο Σινόπουλος, Πι Σινόπουλος όπως τον έλεγε ο Ρένος ήταν συμπλεγματικός και μάλιστα από σύμπλεγμα κατωτερότητας στο οποίο αντέτασσε μια μεγαλομανία ζωή και έργω. Και είναι αυτό το σύμπλεγμα που κατά βάθος τον οδήγησε στην άλλη ηλειακή μαλακία που είναι η δικομανία. Ο Γιώργης Παυλόπουλος μιλώντας μου για το θάνατο του Σινόπουλου στο πανεπιστήμιο της Πάτρας, μου είπε πως όταν μιλούσε κοκκίνιζε από υπεραιμία, πως έλεγε του Σεφέρη να παραμερίσει για να προβληθεί αυτός και πως εν τέλει αυτό τον έστειλε στον τάφο. Τη μέρα που πέθανε είχε πάλι συνομιλήσει με μια κοπέλα για τα ίδια γεγονότα και για την προβολή του, διαφώνησε, γύρισε στο ξενοδοχείο του και πέθανε. Κατά την άποψή μου και από όσα διάβασα, είναι σαφές ότι ο Σινόπουλος στη συγκεκριμένη περίπτωση διέπραξε αχρειότητα. Και με παραξενεύει που ο Χρήστος Ρουμελιωτάκης ενώ σε κείμενό του κατηγορεί το Ρένο που δεν αρνήθηκε να δημοσιεύει όπως γελοιωδώς είχαν αποφασίσει οι διανοούμενοι στην αρχή της Χούντας, δεν λέει λέξη γι αυτή τη δίκη. Σε μια εποχή που μιλάμε για τις θανάσιμες αντιφάσεις του Χάϊντεγγερ η ελληνική λογοτεχνία βάζει τα σκουπίδια της κάτω από το χαλί, φτιάχνει μια εικόνα ενός ήθους που ο Σινόπουλος δεν είχε. ¨Ηταν συμπλεγματικός και φιλόδικος και είχε όλα τα ελαττώματα του μεσαίας και προς τα κάτω τάξης ηλείου της εποχής του. Δεν έχει κανείς πάρα να δει την κονσόλα που χρησιμοποιούσε για γραφείο στο Ίδρυμα Σινοπούλου για υποψιαστεί πόσο γελοίος θα πρέπει να ήταν κάποιες φορές στη διεκδίκηση της δόξας του. Κόστος αναγκαίο για το έργο που έφτιαξε και συγγνωστό. Αντιφατικός, δηλαδή ανθρώπινος. Τώρα δεν καταλαβαίνω γιατί οι διαχειριστές της μνήμης του γίνονται αχρείοι δι' αποκρύψεων και το αποσιωπούν. Φαίνεται πως οι αχρειότητες δι αποσιωπήσεων ήταν η βαθιά Επιθεώρηση Τέχνης από τη μαγάρα της οποίας κάποιοι δεν έχουν ξεφύγει και ούτε θα ξεφύγουν ποτέ.(Ημιτελές, συνεχίζεται...)

Ο Ροϊδης και η μη ομολογημένη ομοφυλοφιλία

Για να γράφεις μια ζωή όπως ο Ροΐδης και να συντηρείς ενεργειακά αυτόν τον τρόπο γραφής μόνο ένας άνθρωπος με χαλασμένο συκώτι θα έκανε ή κάποιος ομοφυλόφιλος που η κοινωνική του θέση δεν του επιτρέπει να ομολογήσει την ομοφυλοφιλία του. Κάτι πολύ φυσικό την εποχή που έζησε ο Ροΐδης για τον οποίο σχέση με γυναίκα δεν ομολογείται στις βιογραφίες.  Κάποτε θα πρέπει να γίνει μια μελέτη για το πότε παρουσιάστηκε η ομολογία έστω και με υπαινιγμούς της ομοφυλοφιλίας στην Ελληνική λογοτεχνία. Μιλάω για πριν το Μήτσο Παπανικολάου τον Καβάφη και το Λαπαθιώτη. Στατιστικά δεν μπορεί όλοι οι συγγραφείς μιας περιόδου να είναι ετεροφυλόφιλοι. Αν κρίνω λοιπόν από το διήγημα Ψυχολογία Συριανού Συζύγου, όλη η ενέργεια της ειρωνείας του Ροΐδη από κάπου πρέπει να τρέφεται και κάπου να στηρίζεται. Ψυχολογικά μιλώντας η θέση αυτή ευνούχου που παίρνει ο αφηγητής σε μένα τουλάχιστον αφήνει την εντύπωση ότι ο Ροϊδης ήταν μάλλον ομοφυλόφιλος  και η γενικότερη ψυχολογία της γραφής του έχει ύφος ομοφυλοφίλου που δεν μπορούσε να το ομολογήσει. Ξέρουμε ότι αυτή είναι η πιο ανυπόφορη πλευρά της ομοφυλοφιλίας.
Μια ιδέα βέβαια ήταν, δεν κόπτομαι.

Ο Ντοστογιέβσκι μετά τη φυλακή

Όταν ο Ντοστογιέβσκι βγήκε από τη φυλακή μέσα στα άλλα που έκανε ήταν κι ένα εγκωμιαστικό ποίημα για τον τσάρο. Κάποιοι του επιτέθηκαν με άρθρο. Όταν ο Ντοστογιέβσκι το έμαθε είπε στον αδελφό του. Μου επιτίθενται, άρα έχω ακόμη αξία. Κι αποφάσισε να κάνει ένα περιοδικό. Δεν είδα κάποιον ως τώρα, εκτός κι αν ήταν στο Πλανόδιον ή στο περιοδικό το Δέντρο, δεν ξέρω, να ασχοληθεί με το γεγονός ως στοιχείο αξιολόγησης του Ντοστογιέβσκι. Με αυτά ασχολούνται συνήθως οι περιοδικάριοι που δεν ξέρουν κάποια ξένη γλώσσα και άτομα που από αυταρχικούς γονείς έχουν γίνει εισαγγελείς σε κάθε τι με το οποίο ασχολούνται. Κάποτε παρασυρμένος από όλους αυτούς και τα περιοδικά τους που έριχναν στην πιάτσα τόννους τέτοια δηλητήρια, κοιτάξτε τα ανώνυμα σχόλια, το έπαιξα κι εγώ γι αυτό το ξέρω τόσο καλά. Με βοήθησαν και οι ίδιοι με τον τρόπο που αποκαλύφθηκαν στις δικές εναντίον μου που έχασαν. Για τον ίδιο λόγο καταλαβαίνω πολύ καλά γιατί ο Ντοστογιέβσκι γύρισε γεμάτος σχέδια από το κάτεργο. Το μικρό τους ταλέντο ήθελε να με κάνει γεμάτο χολή και πικρία για τη ζωή. Που να ήξεραν οι μαύροι τί ζούσα και πώς το ζούσα, όταν αυτοί ο ένας μου έλεγε πόσο βαριέται τη γυναίκα του κι εγώ κατάλαβα πως γουστάρει αγοράκια κι ο άλλος ήθελε να υπερασπιστεί την τιμή εκείνης που μπροστά μου τον ξέχεζε η αδελφή του τηλεφωνικώς σε μέρα κρίσιμη. Ένα είναι το ζήτημα: να ξυπνάς το πρωί με το μυαλό,  όχι σε διάφορους ελάχιστους που πέρασαν τη ζωή τους σαν παιδιά με βρώμικα πόδια που τα κυνηγάει ο θυρωρός της πολυκατοικίας γιατί πάτησαν το χαλί της εισόδου., αλλά στο Ντοστογιέβσκι.

Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017

Γεωργία Τριανταφυλλίδου, Δανεικά κι αγύριστα

Δεν μπορεί κανείς να κατακρίνει τη Γεωργία Τριανταφυλλίδου  να χρησιμοποιεί τη ρεκλάμα που μου έλεγε η Ιωάννα Τσάτσου, και να κατεβαίνει οργανωμένη στο τερραίν της δημοσιότητας. Η πρώτη σεντονιάδα που εμφανίστηκε τουλάχιστον μου φάνηκε προκλητική. Άλλο ρεκλάμα άλλο αρχηγική εμφάνιση και δια αυλής. Το άρθρο εμφανίστηκε στη ναυαρχίδα της διαδικτυακής πληροφόρησης που είναι η σελίδα του βιβλιοπωλείου Πολιτεία. Κατέγραψα την αντίδρασή μου εν θερμώ στο φέισμπουκ και την παραθέτω εδώ:

Η Γεωργία Τριανταφυλλίδου, γνώστης του άγχους της επίδρασης συνεχίζει την ποιητική συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη, Πεταμένα Λεφτά, από τον τίτλο κιόλας της τελευταίας της συλλογής Δανεικά κι Αγύριστα... Στη σημαδεμένη τράπουλα της δημοσιότητας που παίζει λόγω συζύγου και διαπλοκής, θα μένει πάντα υπερεκτιμημένη και η μόνη αληθινή κριτική που της αξίζει για να συνεχιστούν οι τίτλοι είναι Σε Γιατρούς και Δικηγόρους.
Θολά ποιήματα με δάνεια μαγκιά από μια φιλόλογο που επιθύμησε νυχτερινό σουλάτσο σε σκυλάδικα και οι γλάστρες της πίστας παίρνουν την εκδίκησή τους από τις σπασίκλες συμμαθήτριες. Οι σεντονιάδες για το από τρίτο χέρι αυθεντικό να λείπουν.

Το μόνο που θα ήθελα να προσθέσω ως πρόθεση, αλλά κατά την άποψή μου αποτυχημένη του βιβλίου, είναι αυτός ο συνδυασμός πλοκής και ευρηματικότητας στο ποίημα. Το ένα αποτυχημένο από μια θολότητα που συσκοτίζει το τι θέλει τελικά να ελκύσει το ποίημα ως νόημα, μάλλον γιατί το γλωσσικό βίωμα δεν το υποστηρίζει, και το δεύτερο γιατί θύει στον τρέχοντα μανιερισμό ποιημάτων που εξυπαναδίζουν.
Η Γεωργία Τριανταφυλλίδου διαθέτει όλα τα μέσα ώστε να πετύχει την υπερεκτίμηση μιας μέτριας συλλογής που είναι κατά την άποψή μου η συγκεκριμένη. Δεν είναι η πρώτη η μόνη και η χειρότερη που επιχειρεί κάτι τέτοιο. Αλλά εγώ μιλάω για ποίηση και όχι για τη ρεκλάμα της. Αν αποφασίσει να τραβήξει αυτό το δρόμο, ξέρω ότι θα λάβει υπόψιν της πιο σοβαρά τα γραφόμενά μου και θα συμμερίζεται μαζί μου με αστεία διάθεση την αμετροέπεια της αγοράς που κατά το καβαφικό "αν είχε διατάξει θα έβγαζαν πρώτο και το κουτσό της αμάξι". Αδιαφορώ πλήρως για τη δουλικότητα και τα σάλια του τρέχοντος κριτικού λόγου. Τα ποιήματα είναι κακά, ο Μαρωνίτης πέθανε και η ποιήτρια κατά την ταπεινή μου συμβουλή πρέπει να ψάξει άλλο ήθος που θα της δώσει άλλο ύφος γραφής.
Οι εξωνυμένοι και η δημοσιοχεσιακοί μπορούν να ουρλιάζουν ελεύθερα στην καθημερινή τους άγρα αριστουργημάτων. Φούσκωσέ το πατριώτη, με το ζύγι θα το πάρω.
Απλά σκέφτομαι πως στην τρέχουσα διαστροφή της δημοσιότητας για να μάθεις μιαν αληθινή γνώμη, θα πρέπει να έχεις την ευφυΐα του πουλιού που το σκάτωσε η αγελάδα. Όποιος μιλάει καλά για το βιβλίο σου δεν είναι σίγουρα φίλος του βιβλίου σου κι όποιος μιλάει κακά δεν είναι σίγουρα εχθρός της τέχνης σου.
Καλές πωλήσεις Γεωργία μου κι αντί να κάνεις βόλτες σε τραπέζια με μικρούς καβαφολόγους και αυλές στα προαύλια εκθέσεων βιβλίου και συστάσεις του συζύγου από περίπτερο σε περίπτερο κοίτα να γράφεις κανένα καλό ποίημα. Ο μεγάλος πεθαμένος ποιητής σου μας βλέπει και τους δυο, και μεταξύ κατεργαρέων ειλικρίνια.
Φιλιά, και η αγάπη που σου είχα, δανεική κι αγύριστη κι αυτή.

Δήμος Ελισσαίος, Μπήτι για μπήτι

Τρέχα μαλάκα παρανόϊα
μη βγει από μέσα σου ο φασί
φασίστας πατέρας σου
να πάρει μέτρα για τ' αρχίδια μου
θα σου γαμήσω στα εξήντα
την ωραία αδελφή
που δε σου γάμησα μικρός
και θα κάνω παρέα
μονάχα με τον επιτυχημένο
αδελφό σου
που υπήρξε αλήθεια τουλάχιστον
τζάνκι, ληστής και ποινικός.

Μπήτι για μπήτι είσαι, μαύρε
όπως λεν κατω απ' τ' αυλάκι
Μπήτι για μπήτι.

Πέμπτη 22 Ιουνίου 2017

Γιώργης Παυλόπουλος, η ελλάσσων παραλλαγή

Το δημόσιο ενδιαφέρον που δόθηκε στο Γιώργη Παυλόπουλο, από τους κύκλους που δόθηκε, μοιάζει περισσότερο σαν ικανοποίηση του βαφτιστηριού για να χαρεί ο κουμπάρος. Και ο κουμπάρος στην περίπτωσή μας είναι ο Σεφέρης. Και από το θάνατο του Σεφέρη και κάτω οι γνωστές άκριτες κοινοτοπίες των γνωστών. Αυτό φαίνεται πολύ εύκολα με την αντιμετώπιση του τρίτου Ηλείου που είναι βέβαια ο Χρήστος Λάσκαρης. Για μένα αποτελούν μαζί με το Σινόπουλο το τριουμβιράτο των συμπατριωτών μου ποιητών του αιώνα που πέρασε. Αν εξαιρέσεις τρία τέσσερα ποιήματα που έγραψε ο Παυλόπουλος μετά το θάνατό του συμπατριώτη του, τα δύο τρίτα της παραγωγής του μοιάζουν με μια ελάσσονα ως προς την εμβέλεια παραλλαγή της ποίησης του Σινόπουλου. Ο Παυλόπουλος θέλει το ποίημα με μεγάλο χρόνο όπως οι μοντερνιστές αλλά έλκεται από αυτό θα λέγαμε ¨ηθογραφία". Αν με τον όρο θεωρήσουμε πως η αφορμή του ποιήματος είναι το παρόν και όχι το με φορά διάρκειας και μνημείωσης παρελθόν. Ο Παυλόπουλος υπογράφει ένα τουλάχιστον ποίημα σε συνεργασία με τον Σινόπουλο. Η ίδια η πλησία ανάγνωση αυτού του ποιήματος ( οι φιλολόγοι που είναι δουλειά τους, να δώσουν τα στοιχεία) μπορεί να δείξει τη δεσπόζουσα φωνή του Σινόπουλου πάνω στον Παυλόπουλο. Ο Παυλόπουλος, όσο αποκλίνει από το Σινόπουλο αποκλίνει προς τα μέσα, προς την ηλειακή ντοπιολαλιά και προς το ηλειακό περιστατικό. Από την άποψη αυτή αποτελεί δορυφόρο της σινοπουλικής ποίησης κατά τον τρόπο Γης και Σελήνης. Εικάζω ότι ο Σεφέρης αγάπησε την ποίησή του για τα στοιχεία αυτά της ντοπιολαλιάς, γιατί ο Παυλόπουλος έκανε ποίηση με το λεκτικό το πιο συντηρητικό που ο Σεφέρης έκανε τις μεταφράσεις του. Προσωπικά η γοητεία της βιογραφίας του, οι λίγες επαφές μας και η συμπάθεια της μορφής, δεν μου αφήνουν άλλη γρίλια για να μιλήσω για διακρίσεις περισσότερο απόσο εδώ. Η ποίησή του είναι λίγη και αναγνωστικά βατή. Δεν έχω κανένα λόγο να μη τη συστήσω, γιατί όλα δεν ανήκουν στο χώρο της ιστορίας της λογοτεχνίας αλλά υπάρχει χώρος και για την ιστορία της καρδιάς. Διαβάστε με δυσπιστία ότι γράφτηκε γι αυτόν, αλλά διαβάστε αυτόν και αποθέσετε πάνω στην ποίησή του. Δεν θα χάσετε. Η καινούρια έκδοση των ποιημάτων του στις Εκδόσεις Κίχλη, είναι μια καλή ευκαιρία.

Αναγνωρίσιμες φωνές κι αναγνωρισμένες γραφικότητες

Στην πληθική εποχή της ποίησης που ζούμε το να μιλάς γα αναγνωρίσιμες ήδη φωνές, εκεί όπου και οι τερματίζοντες την καριέρα τους ποιητές του συρφετού του 70 δεν έχουν αναγνωρισμότητα, δυο τινά συμβαίνουν:ή είσαι εντελώς γραφικός και στολίζεις τη γραφικότητά σου με κερασάκια ευηθείας, ή το χειρότερο γιατί στέκεσαι ανταγωνιστικά προς το κρινόμενο και υποδόρια το τορπιλίζεις με εσκεμμένη αμετροέπεια. Ότι και να συμβαίνει, οι δουλειές δεν πάνε καλά, περιοδικό έχει να βγει από το 2015, η τελευταία συλλογή πάτος. Σε λίγο ο πεθερός θα σου βγάλει τις βαλίτσες στο διάδρομο, συνηθίζεται.

Τετάρτη 21 Ιουνίου 2017

Ο Μιζεραμπιλισμός του Δημήτρη Κανελλόπουλου

           Ο Δημήτρης Κανελλόπουλος στην τελευταία του συλλογή «Το Φράγμα της Μνήμης» υποτιμάει μονάχος του το ίδιο το υλικό του, δηλαδή το βίο του. Σε μια χώρα όπου ο κανόνας είναι οι περισσότεροι να παίρνουν λιγότερα απόσο αξίζουν εκείνος επιμένει να προβάλλει τον εαυτό του ως διακριτό παράδειγμα εν ζωή για την υποτίμηση που δήθεν υπέστη. Νεόθεν παράγοντας λογοτεχνικός και πολιτικός με φροντιστήρια, τώρα περιοδικό, διασυνδέσεις και διαπλοκές βαθύτατες με τον τόπο καταγωγής του, (θυμάμαι τώρα πως ως παράγων συμβούλευε να ψηφίσουν το Σάκη κι όχι τον Τάκη ή κάτι τέτοιο σε ιστολόγιο). Για να μην μπω στα προσωπικά, του δόθηκαν ευκαιρίες και στη λογοτεχνία που μάλλον απεμπόλησε λόγω χαρακτήρος, και οπουδήποτε αλλού. Εύθικτος και περιφερόμενος με ευκαιρίες που οι πιο πολλοί δεν έχουν δει καν στον ορίζοντά τους τα καταστρέφει κατά καιρούς όλα. Δεν είναι ζήτημα μιας κριτικής η διόρθωση του χαρακτήρος, αλλά μια ψυχανάλυση για να καταλάβει ότι δεν του φταίνε οι άλλοι αλλά ο χαρακτήρας του θα μπορούσε να του υποδειχθεί, με το δεδομένο ότι στο τελευταίο του βιβλίο δραματίζει τον βίο και τα πεπραγμένα του εν λογοτεχνία.
             Η λογοτεχνία δεν αποτελεί χώρο δικαίωσης του περιεχομένου της βιογραφίας μας, αλλά χώρο δικαίωσης ενός ύφους που με το πως του δικαιώνει και τον βίο. Είναι στυλιστική η ψυχαναλυτική αναπλήρωση που παρέχει η λογοτεχνία κι όχι βιογραφική. Ο Κανελλόπουλος δείχνει να επείγεται να διακριθεί και νομίζει πως οι άλλοι τον εμποδίζουν, επειδή είναι βαθύτατα μιμητικός με την έννοια του Ζιράρ να κάνει χώμα κάθε τί που αγγίζει και να βλέπει ως χρυσάφι κάθε τι που ανήκει στους άλλους. Χωρίς να έχει συνείδηση ίσως πέφτει στη μεγάλη παγίδα της εποχής: το Μιζεραμπιλισμό. Ο μιζεραμπιλισμός, όπως τον αναφέρει πρόχειρα ο Ξενοφών Μπρουτζάκης σε μια διαδικτυακή κριτική του συνίσταται σε: (Την επίμαχη δε περίοδο γνωρίζει μέρες δόξας ο μιζεραμπιλισμός.) Πρόκειται για έναν νέο όρο που δημιουργήθηκε προκειμένου να αποτυπώσει τη λατρεία της μιζέριας, όπου μια κοινωνική ομάδα (ή ένα πρόσωπο) εμφανίζεται ως ιδιαίτερα αδικημένη, εξαθλιωμένη, πάσχουσα, υποφέρουσα τα πάνδεινα και λόγω όλων αυτών των δεινών εκθειάζεται διά μέσου των στερήσεών της, των αποκλεισμών της, της εν γένει εξαθλίωσής της. Στη φράση του Μπρουτζάκη προσθέσαμε σε παρένθεση το ( ή ένα πρόσωπο) για να φανεί πως ο Κανελλόπουλος επωμίζεται και εκφράζει ποιητικά την τρέχουσα παθολογία.
           Είναι κρίμα ένας ποιητής που κατέχει τα στυλιστικά και σε εποχή ωριμότητας να θεματοποιεί μια κατά φαντασίαν το πιο πολύ μιζέρια και να έχει την αξίωση να δρέψει δάφνες για τον κόπο του. Για όσους δεν ξέρουν τα περιστατικά τους παραξενεύει η βιογραφία του που μόνο περθιωριακή δεν είναι. Για μας που τον ξέρουμε ως χαρακτήρα με παραφορές γίνεται καταγέλαστος παρακαλώντας ποιητικά μιαν αναγνώριση που του τη στερεί μονάχα η αστάθεια αρχών και η αεροβάμων ευθυξία του. Το βιβλίο κινδυνεύει να γίνει καταγέλαστο από τη μετωπική έκφραση των περιστατικών. Ίσως θα μπορούσε να το αποφύγει φτιάχνοντας ένα πρόσωπο σαν άλτερ έγκο όπου θα απέδιδε τα τεκαταινόμενα. Η επιθυμία του για παροντική δόξα και κλαυθμυρισμό δεν του το επέτρεψε. Έχει καιρό αν δεν κατατροπωθεί από τα γελάκια πίσω από την πλάτη του που θα τον συνοδεύουν και για ψυχανάλυση και για καινούριο βιβλίο.

Τρίτη 20 Ιουνίου 2017

Και τρουμπέτες και νταούλια, ό, τι θέλω παίζω

Επειδή κάποιοι παραστρατημένοι θα περάσετε κι αποδώ
ας πούμε μερικά πραγματάκια:

Με μια ήττα και δυο νίκες εγώ έδωσα τη μάχη για το
ήθος στην ποίηση όπως το νιώθω κι όπως το κληρονόμησα.
Εσείς τι κάνατε, εκτός από το να με μισείτε για το ότι
αντιστάθηκα σε αυτό που σας συντρίβει;

Το δεύτερο είναι πως σε ανθρώπους σαν εμένα δίνεις κάτι παραπάνω
κι εσείς με υποτιμήσατε. Τώρα έχω το μαχαίρι και το πεπόνι,
εκδίδω μόνος μου, όπως φαίνεται έχω ζήσει μια ζωή καλύτερη
από τη μίζερη που έχει ζήσει η πλειοψηφία σας, εχω βήματα να
πάρω το λόγο που δεν έλεγχετε και κυρίως δεν υπάρχει τίποτα,
αργομισθία, τιμές, απολαβές που να θέλω ή να μπορείτε
να μου δώσετε. Άσε δηλαδή που βλέπω τις μούρες σας
και σκέφτομαι πως για σας δεν θέλω να γράφω επ' ουδενί.

Θα πάμε σκληρά ως το τέλος, για όσους πεθάνουν πριν από μένα
θα τα γραφω και στην κηδεία τους για να μαθαίνει ο κόσμος
τι κουμάσια υπήρξαν και πως κατεβάσαν τη λογοτεχνία
στο ύψος τους, εξευτελιζοντας την καθημερινότητά της.

Εγώ είμαι ετυχισμένος για το πως ήρθαν τα πράγματα
ελπίζω κι εσείς. 
Και φιλική συμβουλή προς ομηλίκους και νεοτέρους:
Καλύτερα να μην αντιδράτε σε όσα γράφω όπως τα σοφά
τσογλάνια του 70 γιατί αλλιώς γίνεστε σκαλάκια στη φήμη μου.

Το να εξεγείρονται γραφικοί για τα αυτονόητα και να θέλουν
λογοκρισίες σε μια εποχή που εκτός παιδεραστίας και τρομοκρατίας
κάθε τι μπορεί να λεχθεί, είναι τουλάχιστον για γέλια.

Γι αυτό μη λέτε πολλά
γιατί το παρατήρητηριο του Ελσίνκι μας βλέπει.