Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2017

Νίκος Λάζαρης,ΤΟ ΜΩΛΥ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΜΑΣ

Διάβασα αυτό το κείμενο του Νίκου Λάζαρη στο ποιείν. Το λινκ δεν οδηγεί πουθενά. Το κατέβασε ο κος ΛάζαρηςΘαυμάσιο κείμενο. ...
ΤΟ ΜΩΛΥ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΜΑΣ| Nikos Lazaris

Ο πρόεδρος τής Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Προκόπης Παυλόπουλος, βουλευτές τού Ελληνικού Κοινοβουλίου, διακεκριμένοι καθηγητές τού Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ο κορυφαίος Έλληνας ζωγράφος Σωτήρης Σόρογκας, ο μείζων δοκιμιογράφος, καθηγητής τού Πανεπιστημίου τής Βενσαίν Γιάννης Καλιόρης, οι ποιητές και ποιήτριες Μιχάλης Γκανάς, Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Πάνος Κυπαρίσσης,Ευτυχία Παναγιώτου, Βαγγέλης Αλεξόπουλος, Μαρία Σύρρου,Κωνσταντίνος Μπούρας, ο πεζογράφος Ευάγγελος Τζάνος, η κινηματογραφίστρια Άννα Αντωνοπούλου, η υπεύθυνη των εκδόσεων “Μελάνι' Πόπη Γκανά, εκπρόσωποι τού δημοσιογραφικού, τού εκπαιδευτικού και τού καλλιτεχνικού κόσμου τής χώρας μας και πολλοί θεατές κατέκλυσαν τη Δευτέρα 16 Οκτωβρίου την αίθουσα “Άλκης Αργυριάδης' τού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου για να παρακολουθήσουν την εκδήλωση υπό τον τίτλο “Το μώλυ στην ποίησή μας', με αφορμή την έκδοση τής ποιητικής συλλογής “Μώλυ' τού ποιητή και καθηγητή τού Πανεπιστημίου Αθηνών Αντώνη Μακρυδημήτρη από τις, πάντα, καλαίσθητες εκδόσεις “Μελάνι'Την εκδήλωση προλόγισε ο πρύτανης τού Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Μελέτιος-Αθανάσιος Δημόπουλος και στη συνέχεια παρουσίασαν το βιβλίο, (από τα δεξιά προς τα αριστερά όπως απεικονίζονται στη φωτογραφία) ο ποιητής, δοκιμιογράφος και διευθυντής τού περιοδικού “Νέα Ευθύνη' Δημήτρης Κοσμόπουλος,ο ποιητής και διδάκτωρ τού Ε.Κ.Π.Α. Γεράσιμος Ρομποτής (γιος τού αείμνηστου ποιητή και πεζογράφου Τάσου Ρομποτή-Κόρφη), ο καθηγητής Γλωσσολογίας τού Πανεπιστημίου Αθηνών και συντάκτης τού εξαίρετου Χρηστικού Λεξικού τής Ακαδημίας Αθηνών Χριστόφορος Χαραλαμπάκης και ο Νίκος Λάζαρης. Ανάμεσα στις ομιλίες απήγγειλε ποιήματα από το “Μώλυ' ο ηθοποιός Γιάννης Χαρτοδιπλωμένος.

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2017

Ποιητική και Πολιτική Ηθική

Επί τριάντα χρόνια παρατηρώ τον εκμαυλισμό των συνειδήσεων από την εκτός κράτους ηθική ορθοστασία των ποιητών ως τον κρατικό ποιητή, το τελικό αποτέλεσμα της ιστορικής φοράς. Είδα τόσους πολλούς να πουλιούνται στην καθημερινότητα της ποιητικής παρουσίας που δεν μου έμεινε χώρος για οργή. Καμία αντίσταση, κανένας δισταγμός,καμία πάλη, εντελώς αφέθηκαν κι επήγαν. Διατηρώ και θα διατηρώ τις κόκκινες γραμμές μου από τις ορδές των πουλημένων. Κι απότι φαίνεται οι νεκροί ποιητές προ πωλήσεων παρέχουν μεγαλύτερη ηθική και ψυχολογική στήριξη από τους πωληθέντες ζωντανούς. Δεν παύω να τους περιφρονώ και κυρίως έχω λάβει κάθε μέτρο ώστε να μη δηλητηριάζουν τη ζωή μου. Μπορείτε να ξεπουλιέστε όσο θέλετε, μακριά από μένα να είστε και μια χαρά. Στο τέλος αν κάτι έχω κάμει ως έργο και όλοι εσείς κι εγώ μαζί δε θα υπάρχουμε όλα αυτά θα είναι ψιλά γράμματα. Αναγκαίες προσαρμογές για μια ποίηση που για μένα ήταν και είναι το άλλο πρόσωπο της αξιοπρέπειας.

Παρασκευή 11 Αυγούστου 2017

Επιθυμία

Τα παιδιά μου έχουν φύγει και ζουν
εκεί που νέος ονειρεύτηκα κι εγώ
συνεχίζω σε κάθε εισπνοή, τι συνεχίζω;
Έχω ένα θάνατο που αναθρέφω με παιδιά
με έρωτες και ποιήματα και περιμένω
αν προλάβω να σας πω σαν τον Βιτγκενστάιν
πως ήμουνα ευτυχισμένος, πως στην τεράστια
εντροπία που καίει τους αστερισμούς τις νύχτες
ήμουνα μια αντιστροφή κι είδα το θαύμα
κι από το δάκρυ της γνώρισα και την ομορφιά
όση απόμεινε στα χρόνια μου στον κόσμο.
Προσέξτε θα τους πουν, στους τελευταίους
μαθητές μου, κι ο παππούς δεν είν' καλά
κι εκεί στην επεξήγηση, εύκολη, μιας απαλής προσταγής
της Υποτακτικής Ισπανικών, να γείρω και να φύγω
έχοντας στο στόμα λέξεις απ' τη γλώσσα της επιθυμίας μου.
κι όχι τα ελληνικά της παλιοψάθας των εθνών
των Αλαφούζων των Βαρδινογιάννηδων και του Λαμπράκη

Σάββατο 5 Αυγούστου 2017

Περσινό

Αν η μετάφραση της φράσης του Νικάνορα Πάρρα
Creemos ser país y la verdad es que somos apenas paisaje
Πιστεύουμε ότι είμαστε χώρα και η αλήθεια είναι πως είμαστε τοπίο
είναι αυτό που ακολουθεί:
Λέμε ότι είμαστε χώρα,
στ' αλήθεια όμως είμαστε χωριό.
Τότε κάποιος πιστεύει ότι είναι Κουτσουρέλης κι είναι μόνο Κουρέλης.

Απάντηση στο Δημήτρη Νικηφόρου

Η ποίηση γίνεται με λέξεις. Αν το κείμενο που έγραψες είναι μια μεταφορά για τη σχέση με τις λέξεις, έχει καλώς. Δεν γράφεις ποίηση για να αποκλείσεις από το βίωμά σου και να προκαλέσεις το θαυμασμό, γράφεις για να καλέσεις παραδειγματικά τα βιώματα των άλλων, που είναι γραμμικά αφηγήματα με λέξεις. Δεν μπορείς να κόψεις τριαντάφυλλο από τη λέξη τριανταφυλλιά, δυστυχώς. Από τη στιγμή που διηγείσαι κάτι υπακούει στο καθεστώς των λέξεων. Και όσο για την κριτική, σαφώς και την κάνεις ως πρώτος αναγνώστης των γραφομένων σου που μπορεί και να είναι θεόπνευστα. Και έχεις δεν έχεις συνείδηση της κριτικής σε αυτή την ανάγνωση ως πρώτος αναγνώστης λογοκρίνεις κατά το μέτρο της γνώσης σου του τι λέγεται και τι δε λέγεται. Έχουν καταστραφεί ποιήματα στην πρώτη τους ανάγνωση από τον ποιητή τους πολλά. Το βλέπεις μετά σε άλλον που το τόλμησε και λες τι χαζός ήμουνα. Η τελική μου άποψη είναι πως όση θεωρία διαθέτεις τόση θεωρία πρέπει να πετάς τουλάχιστον τη στιγμή της πρώτης γραφής κι όταν είσαι υπό ρομαντικήν κατάληψιν. Γιατί αλλιώς γράφει ποιήματα κι ό λόγιος που μιμείται τον Τζων Νταν που δεν είναι πολυμεταφρασμένος στην Ελλάδα για να τον πάρουν χαμπάρι, η κατ΄ευθείαν την Αν Σέξτον όπως κάνουν κάποιες μικρές.
Ο ποιητής θέλει να μάθει τι ε΄ναι αυτό που τον κυριαρχεί όταν γράφει, αλλά ευτυχώς δεν το μαθαίνει, το μεταθέτει απλώς στο επόμενο ποίημα. Και το κείμενο σου αυτό είναι αποτυχημένο. Αν ήταν επιτυχημένο δεν θα ξανάγραφες. Αλλά παράξενο, και για λόγους έξω από το στόχο τους και τα αποτυχημένα κείμενα ποιητικής έχουν την ομορφιά τους κατα την πρωτοτυπία της μεταφοράς τους.

Πέμπτη 3 Αυγούστου 2017

Ο Αλκολικός Ψυχίατρος

Κατά την ώρα που θα αρχίσει το οινόπνευμα το πρωί γίνεται ο ετάζων νεφρούς και καρδίας για το ποιός είναι ποιητής και ποιός δεν είναι, για το ποιός εξέπεσε λόγω μέθης και από φίλος έγινε εχθρός και τούμπαλιν. Όλα αυθαίρετα, όλα αντίθετα από τα χτεσινά, όλα μυρίζοντα χαρτί υγείας. Κι επειδή, όπως λένε στη δευτέρας κλάσεως Θεσσαλία, κάθε αρνάκι από το ποδαράκι του κρέμεται, τα τελευταία χρόνια, συν θεώ, δεν υπάρχει σύντροφος που να μη την κάνει ποιήτρια, για να έχει διαρκώς προ οφθαλμών ως κάρφο το αχυράκι που κατηγορεί στους άλλους. Καλά, η ποίηση δεν σε άλλαξε που δεν σε άλλαξε, δεν δοκιμάζεις λίγο Άγιον Όρος. Που ξέρεις; Να πεθαίνεις τόσο φτωχός είναι άδικο.
3-8-2016

Τετάρτη 2 Αυγούστου 2017

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΔΙΑΚΗΡΥΣΣΕΙ ΤΗ ΦΗΜΗ ΤΟΥ

Κάπου σκληρά αληθεύει ο καθένας
και σωπαίνει
γιατί τον έμαθαν πως εκεί που αληθεύουμε
δε σηκώνει το φόρεμά της
μ' ένα καλώς ορίσατε στην κόλαση η ποίηση.
Γι αυτό όταν περνάω νύχτα με αυτοκίνητο
Ορφέως χαμηλά να κόψω δρόμο είναι που πέφτω
εκεί που νέος αλήθεψα φορτώνοντας κιβώτιο με τέχνη
σ' όλα της επαρχίας τα φορτηγά
συνένοχος με τον ευαίσθητο φαρμακοποιό
που διανυκτερεύει, κληρονόμος
των άτακτων παιδιών του προπολεμικού αστού.
Εσείς μπορείτε, όχι εγώ,
να προσκυνάτε όσο θέλετε
τον κατοχικό μαυραγορίτη κι εργολάβο, μα εγώ
είμαι ο νέγρος της αυλής σας
που σας άφησε άφωνους, όταν πήρε ψυχές
και κάθισε μαζί σας στο τραπέζι.

Η παράξενη ανθεκτικότητα ενός ευπώλητου

Έτσι λέγαμε: Το Τάλγκο του Αλεξάκη, αληθινή μας
Βουγιουκλάκη η Μπέτυ Λιβανού, εκτός οθόνης
στον παράδρομο της Μιχαήλ Βόδα πιο ψεύτικη
όντας αληθινή, που να ξεμένεις από λόγια που σε κοίταξε
Δεν έιχε γίνει ακόμα ο έρωτικός μας βίος
περάσματα από αμέρικαν μούβι,θέλαμε άθελά μας
να πνιγούμε μες στο βλέμμα της, μας πλήγωνε τόσο
η ομορφιά της που ήταν τραύμα που ξεχνούσαμε
σε κάποιαν άκρη του μυαλού εκτός οθόνης.
Ήταν για μας, τους λίγο πειραγμένους, λίγο άτσαλους
σχεδόν μια ντροπή για έναν επίγειο παράδεισο.
Έτσι, για να μη λέμε πως μας καταποντίζει ο χρόνος άδικα.

Δευτέρα 31 Ιουλίου 2017

Σκιαγραφία του περιοδικού Πλανόδιον

Ο εκδότης του δεν ήξερε καμιά ξένη γλώσσα. Αυτό είχε την καχυποψία σαν κυρίαρχο στυλ και ταυτόχρονα ως αναπλήρωση τα λογιστικά της τυπογραφίας. Το μεγαλύτερο κατόρθωμα, τα περιεχόμενα του Σημηριώτη. Επιστημολογία της θεωρίας της λογοτεχνίας της πλάκας. Ερασιτεχνισμός στην ανάγνωση και αυταρχισμός στις απόψεις για να καλύπτουν την αυθαιρεσία του γούστου που πρυτάνευε. Συνεργάτες εξωθεσμικοί, φιλόσοφοι που δεν είχαν περάσει από πανεπιστήμιο, κριτικοί γεμάτοι απωθημένα, κρυψίνοια στην αποδοχή φασιστική συμπεριφορά στις αρνήσεις. Γενικά ένα περιοδικό που χαρακτηριζόταν από το σύνδρομο του κομμένου ποδιού. Κανένας δεν καυχιέται που έχει δυο πόδια, αλλά ο κουτσός και σημαδεμένος όπως λέγανε παλιά έχει χαρακτήρα κακό. Κρυφτούλι με την εξουσία κυρίως για να μην αναληφθεί η ευθύνη της και να αποφεύγεται η λογική στις διαδικασίες. Σταθερή και μόνιμη καλλιέργεια και εκμετάλλευση των διαφωνιών των συνεργατών, υπήρξε περίοδος που είχε τρία μέτωπα ανοιχτά. Μιζέρια στις γενικότερες συμπεριφορές και υπερβολική ευθιξία. Αυτό που φιλοσοφικά χαρακτηρίζεται ως μνησικακία και ο συνακόλουθος μικροαστικός μηδενισμός παρέμειναν ως το τέλος τα κύρια χαρακτηριστικά του.

Ζήτημα πλήκτρων

Υπάρχει ένας ποιητής που παίζουμε στο ίδιο πιάνο, μα εκείνος παίζει τέσσερα πλήκτρα κι εγώ εξήντα τέσσερα. Δοκίμασε να το αντέξει το γεγονός, μέχρι και συγγνωστή λογοκλοπή έκανε ο μαύρος, αλλά τα πλήκτρα του δεν αυξάνονται. Αυτή η πίεση τον εξαρθρώνει ηθικά γιατί ξέρει πως κάποια μέρα όπως ο Μότσαρτ θα αρχίσω να ρουφάω το αίμα της ποιήσής του με το καλαμάκι και θα του τα κάνω όλα να φαίνονται δευτεράντζες.

Ροζικλέρ, δυο έργα

Μύριζε ουρία και τασάκι από τσιγάρα μα ήταν ο φτηνότερος ύπνος στην πόλη σε κουρασμένο φαντασιακό από κραιπάλη. Όπου ερχόταν η καθηγητάρα από τη Σαλονίκη που έκανε λέει ποιήτρια όποια του έβρισκε γκόμενο, για ένα λευκό μένος από μινέτο του πενήντα τέσσερα "κύριος Χριστιανόπουλος", κι εμείς σε στυλ Τζάκ Κέρουακ: "Πάρε τα ίσια σου μωρή πουστάρα μη σε σκίσω" και τον έβλεπες, με την κλωτσιά να κλαίει στον τελευταίο νιπτήρα από τις τουαλέτες, αυτόν, που πούλαγε ύφος κάθε βδομάδα στη φυλλάδα απ' το Συγκρότημα και αλήθευε εδώ, για μας που στη δική μας μέσα διαλεκτική, κοσμοπολίτες προλετάριοι, φανατικοί για γράμματα, και από μητέρας ομοφοβικοί, φυλάγαμε μια εσχάτη τρυφερότητα για το συμμαθητή που ήθελε μα φοβόταν τη διείσδυση, λάτρευε την Οδό Ονείρων και τα χέρια της Μαρία Κάλας.

Ορφέως χαμηλά

Φορτηγά

Τόσα κιβώτια θα ξεφορτώσεις,
τόσο θα πληρώσεις, τόσα
θα σου σπρώξουνε στο χέρι, η μίζα σου.
Θα πας μετά να φας σάντουιτς φλογέρα
στην καντίνα Ο Μπέμπης
με λουκάνικο και αυγά ομελέτα
κι έπειτα βγαίνεις για ωτοστόπ
για να σε πάει κανένα τρίκυκλο
ως το σταθμό του ηλεκτρικού
εκεί όπου μηδέ ποιητής
μηδέ και δημοσιογράφος πέρασε
κι είσαι μονάχα δεκαοχτώ.

Νεοκλασικό

Μπήκες στο νεοκλασικό και σκάλιζες
κάτι μπουζί και ζάντες και παλιά
καρμπυρατέρ γιατί
το σπίτι με το φοίνικα
τέλειωσε σαν μηχανουργείο
κι είχε ένα γκρίζο ουρανό μολύβι
σημάδι ότι είσαι πια μακριά
χαμένος από κάθε σπίτι σου
με φορτηγά με μηχανές με ύπαρξη
με σώματα του μόχθου και του μηχανόλαδου
που δεν τους έρχονται οι λέξεις
ως το ποιητικόν της θλίψεως.

Άγιας Άννης

Η εξάτμιση διώχνει τα περιστέρια
και φυσάει μιαν αγριάδα του καπνού
στα σημαιάκια με τους Δικέφαλους Αητούς
άι Σμύρνη και άι Αϊβαλί
ψυχή μου πρόσφυγα ως διασταύρωση
με Πέτρου Ράλλη,
πετσί στο κάτουρο από παράνομα βυρσοδεψεία
κι εκείνος ο ένας
που μπορεί και να 'μαι εγώ
με μια βροχή σε σκουριασμένες λαμαρίνες
και πίσω ο αέρας και σηκώνοντας
χαρτιά σακούλες και παλιές εφημερίδες.
Ποιητική

Είναι να μη μιλήσω γιατί αν μιλήσω
εκεί που τώρα καίνε τα καλώδια οι τσιγγάνοι
να βγάλουν κανα φράγκο από το μέταλλο
θα δείτε να περνάνε κάτι χρόνια μου
από δεκαοχτώ ως εικοστρία
με εικόνες που θα ανέτρεπαν
κάθε ιδέα σας για ποίηση γεμάτες
σώματα λερά φθαρμένα παλιοπάπουτσα
σώματα προορισμένα να φθαρούν ως τα σαράντα
σε κρύο τσίγκινο και ζέστα από τουβλάδικα
με ρουλεμάν βίδες και συρματόσκοινα
που θα λερώναν το ωραίο σας λεξιλόγιο.

Μάρτιν Ήντεν

Θυμάσαι τη σκηνή του ατμού στο καθαριστήριο- αν
δε το διάβασες να το διαβάσεις-
ας είναι καλά οι μακρονησιώτες
γεροντάκια στην οργάνωση, κάποιοι αλκοολικοί,
να τους επιτιμά ο άκαπνος καθοδηγητής
που μου έμαθαν την αυτομόρφωση.
Δεν μπορείς να φανταστείς πως ακούγεται
το κουαρτέττο εκατόν τριάντα δύο του Μπετόβεν
μια συννεφιασμένη μέρα
από το κασετόφωνο του φορτηγού
που πάει πρακτορεία κι ύστερα Κρυονέρι στο εργοστάσιο.
Και ύστερα σταθμός του ηλεκτρικού Πλατεία Αττικής
μπάνιο στα γρήγορα κι ύστερα με την Άννα
πρώτη σειρά στου Κουν και στη Λαμπέτη.
Θα πάρουμε όλο τον πολιτισμό
του ταξικού εχθρού και ύστερα θα τον γαμήσουμε
με τα ίδια του τα όπλα. Όπερ και σε προσωπικό επίπεδο
εγένετο.
Ο Θάνατος

Ο θάνατος είναι τόσο γλυκός
που κάθε τόπος είναι άξιος για να πεθάνεις, όμως εγώ
ονειρεύτηκα μια μέρα
διασχίζοντας εγκάρσια την Αγίας Άννης
μ' ένα κορίτσι στο μηχανάκι πισωκάπουλα
να πεθάνω εκεί σαν το ανθρωποειδές
που είδε μακρινούς γαλαξίες να καίγονται
και που όσα είδε θα χαθούν
σαν δάκρυα κάτω απ΄τη βροχή.
Μα κρίνοντας μιαν άρχουσα τάξη ανάξια
με ιστορικό βάθος το χίλια εννιακόσια σαράντα δύο
σκέφτηκα με αηδία, κι άλλαξα τη σκέψη, ότι
δεν της αξίζει ούτε το θάνατό σου
να κάνεις εμετό από περιφρόνηση.

Σκονισμένο Χόρτο
Λύγισε όπως λένε πως μετά την καταιγίδα
τα λυγισμένα καλάμια φιλοσοφούν
δίπλα στα πεσμένα δέντρα
όταν το πήρε η εξάτμιση του τριαξονικού
λύγισε όπως τα χόρτα στην ταινία του Ταρκόβσκι
κι έπειτα πάλι στον επίμονο προσανατολισμό προς ήλιο
Έγινε ένα με τη σκόνη στα παπούτσια μου
μα τότε δεν ήξερα να φωνάξω: το σκονισμένο χόρτο
του Ριτσώνη, γιατί ο Κώστας Ριτσώνης
δεν ήταν ακόμη φίλος μου, πράγμα που δε μου
απαγορεύει να ενώσω τώρα
το χρόνο του εκείνο τον παλιό με τα χορτάρια
τα ταπεινά που σίγουρα φυτρώνουνε στον τάφο του.

Αφετηρία Ποιήματος
Ποιός σου είπε ότι δεν είχα υπολογίσει
τη μέρα που σε πήρα στα όρθια και βιαστικά
στη γκρεμισμένη αποθήκη
τα χρόνια που θα έκανε να σκάσει η ποίηση
εκείνου του καλοκαιρινού απογευμάτος
με μυρουδιά καμένου λάστιχου στη μνήμη σου.
Είναι που μου έλεγες πως σου γαμάω τον εγκέφαλο
και είπα να στο επαληθεύσω.
Σκέφτομαι ότι κάπου όπως εγώ θα εξηνταρίζεις
ξεπαιδισμένη ημικαταθλιπτική και βιβλιόφιλη
και θέλω εκεί καθώς σηκώνεις το τσουλούφι για να βλέπεις
να σε βρει το χέρι μου διασχίζοντας το χρόνο
να σου δωρίσει αυτό το ποίημα κι επιπλέον
να έχεις γίνει πια στο τέλος και άξιά του.
 

Τετάρτη 26 Ιουλίου 2017

Οικογένια Χωραφά

Αυτή μαθήτρια του Μαρωνίτη, αυτός τραγουδοβραχνοκόκορας, και ο γιος τους έμαθα θέλει να πάρει μαχαίρι για να κατέβει να με σκοτώσει επειδή έκανα αρνητική κριτική σε ποιήματα της μάνας του... Και οι γονείς τον στηρίζουν... Παίξε το μπασκετάκι σου μωρό μου, και άμα βρείτε χρόνο πηγαίνετε σε κανένα ψυχίατρο οικογενειακώς. Και σεξ σας λείπει και μυαλό σας λείπει και άλλα πολλά. Και δεν πειράζει που δεν ψηφίζετε Χρυσή Αυγή. Θα ψηφίσετε όταν έρθει η ώρα. Αλίμονο από τους μαλάκες που έρχονται να σας βλέπουν να σας συγχρωτίζονται και να πληρώνουν και εισιτήριο.

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Καλύβες

Το ωτομοτρίς ασημογάλαζο με κατέβασε Προφήτης Ηλίας. Με περίμενε η θεία η Καλλιόπη. Γιατί με έστελναν; Ποιο ήταν το επιχείρημα; Μάλλον τα παράπονα της μάνας μου ότι είμαι ζωηρός. Με ένα ωραίο σακιδιάκι αθηνέϊκο, δεύτερο χέρι, κυλινδρικό γαλάζιο που είχε ένα σκοινί κι έσφιγγε στη μια πελυρά. Τα εισητήρια του τρένου ήταν από χοντρό χαρτόνι καφέ κι άκουγες το κρακ με το ειδικό μηχάνημα που τα τρυπούσε ο ελεγκτής με το περίκομψο πηλήκιο. Τότε δεν υπήρχε ακόμα η σύνδεση του σταματημένου τρένου με τον Καχτίτση. Μα εγώ πριν καν τα διαβάσω τα έζησα κατάσαρκα. Αφού σκούπισα το μάγουλο από το σάλιο του φιλιού της θείας τραβήξαμε για την παραλία στις καλύβες. Εκείνη κι θείος ο Μπάμπης ο αυστηρός πήγαιναν χρόνια κάθε καλοκαίρι. Είχαν δική τους καλύβα. Το πρώτο ήταν ότι μέσα η άμμος δεν έκαιγε. Δρόσιζε το ποδαράκι σου άμα είχες περπατήσει την παραλία με την αμμουδιά. Μετά το φαί. Αυγά με ντομάτα γιατί είχε γκαζιέρα και μαγείρευε. Αυτό θυμάμαι. Νερό η βίκα. Από που το έφερναν δεν κατάλαβα. Κάποιο πηγάδι εκεί κοντά. Κατά το βράδυ μετά το μπες βγες όλη μέρα στο νερό σου έδιναν και το φανελάκι το λευκό το αμάνικο. Μετά η νύχτα. Με το ένα φως κάθε καλύβα με τα εμαγιέ πιάτα με το κορμί που απέδιδε τη ζέστη που είχε φάει όλη τη μέρα. Τις πρόλαβα τις καλύβες. Αλλά γιατί με έστελναν; Μάλλον για να με τυραννάει η μνήμη τώρα. Μάλλον για να λάμπει η πρόθεσή τους ότι ήταν καλή, αλλά κάτι την έκανε από κοντά βία. Για να μην διαβάζω βιβλία και να απασχολούμαι γιατί στη μάνα μου είχαν κάνει κακό. Γιατί έτσι ήξεραν να λένε σ΄αγαπώ. Γιατί;

Θέμα και παραλλαγές

Σε μισώ μητέρα γιατί ήξερες. Γιατί μου γέμισες τη μνήμη παγίδες δακρύων κι αγάπης για όταν δεν θα υπήρχες. Δεν με πήγες σαν τη μητέρα του Μάρκες πίσω, δεν βρήκες μια παλιά γειτόνισσα ν' αγκαλιαστείτε και να κλαίτε, όλα τα κλάματα τα χρέωσες σε μένα. Το φωτογραφείο στα γενέθλια που μου έφερνε τόση ντροπή, το Θοδωράκη τον Κινηνή, να με ψάχνει μέσα στη νύχτα στον Ανεμόμυλο για την καψούρα σου. Σε μισώ ακόμα για εκείνη τη γυναίκα τη σκυμμένη, που όσο ζούσες δε μιλιόσασταν, κι ήρθε στην κηδεία σου για να με τιμωρήσει μ' ένα ολόκληρο μυθιστόρημα των ανθρώπων που δεν είχαν δρόμο για τη συγγνώμη τους. Σε μισώ γιατί ένα στα εκατό παιδιά παίρνει στα σοβαρά της κυκλοφορία στις φαντασιώσεις των γονιών του και μ' έκανες ένα από αυτά, χρεοκοπημένο λέξεις και τυραννία μνήμης. Σε μισώ για τα χιλιάδες γράμματα στην Αυστραλία και τον Καναδά που είναι μια εποποιία, ένα μυθιστόρημα ποταμός μεγάλο όσο ο Χαμένος Χρόνος του Προυστ που ποτέ δεν θα αντέξω να γράψω. Σε μισώ για την αφθονία των σ' αγαπώ που έσπειρες ανάμεσα σιωπής και γραφής γιατί από ντροπή δε μπορούσες να τα μιλήσεις. Σε μισώ για το Χήθκλιφ και τον Κουασιμόδο, κι όλους τους αμίλητους έρωτες του κόσμου.Σε μισώ γιατί μ' έκανες να ψάχνω το ποίημα στα τρέχοντα περιστατικά και να το βγάζω με εμβρυουλκό στην επιφάνεια της γραφής. Μα πιο πολύ σε μισώ που με άφησες να δω την τρέλα χωρίς να πέσω μέσα της, κι έφτασα να το δω γραμμένο στα ημερολόγια του Γκίνζμπερκ για να το καταλάβω. Σε μισώ γιατί είχες την τεράστια βεβαιότητα ότι είμαι ο αγαπημένος, βεβαιότητα τόση που να σε βρίσκω στα μάτια εκείνων που στο μίσος τους έμοιαζα άτρωτος. Γι αυτό σε μισώ. Γιατί με έκανες αισθηματία κι άτρωτο.

Αφιερωμένο

Ραδιοφωνικός σταθμός Αμαλιάδος, ακούσατε το κήρυγμα της εβδομάδος από τον αρχιμανδρίτη Γερμανό Παρακευόπουλο. Προορισμός το χωριό του αρχιμανδρίτη, οικία Μανεσιώτη, με το ποδήλατο από Ευαγγελίστρια Προφήτης Ηλίας Σφαγεία Ραδιοφάρος, Ασβεσταδικό, Τουβλάδικο, η ταβέρνα του Τιμολέα που ήρθε ο θείος από τον Καναδά και χορεύαμε Γκελμεντέμ, του Παπαϊωνάννου, οικία Μανεσιώτη, το τελευταίο σπίτι το ψηλό δεξιά στο δρόμο, ο θείος Δημητράκης πράος σαν άλλου κόσμου επί πώλου όνου, και πάλι πίσω απόκριες με ωραίο καομπόϋκο καπέλο και οπλοθήκη και η σκιά σου στο δρόμο, πορόμ πομ πομ προμπορομπομπέρο περό και πάλι πίσω στο πρώτο καλοκαίρι από την Αθήνα, που πήγαμε ταβέρνα και τα ήπιαμε και πιο πολύ ο Γαβρίλης, ο τσιγγάνος πριν τον σαλέψει η κόντρα ομορφιάς και καταγωγής, εφτά χιλιόμετρα μες στη νύχτα να κατουράμε στους τράφους τη μπύρα που είχαμε πιει το καταπέτασμα. Που πήγα έτσι ένα μεσημέρι Κυριακής κι είχα κόψει τον ξάδελφο το μεγάλο από την πράξη κι έβλεπα από τις σχισμές ανάμεσα στα κουμπιά τη γυμνή της σάρκα κι αυτός προσπαθούσε να κρύψει το φρέσκο λεκέ στο κρεβάτι... Κι ακόμη στο τρύγο που άπλωνα σταφίδα στο αλώνι και λερώθηκα και με άφησαν με το σωβρακάκι να μου πλύνουν το παντελόνι κι είμουνα μέσα το άγχος σαν απροστάτευτος. Τώρα περνάω για το Λατίφι που είχε έρθει ο Κόκοτας και τρέχαν πλήθη λαών να τον ακούσουν για ένα βράδυ. Το Γερμανό τον είδα στο δεσποτικό στην τηλεόραση ένα Πάσχα πριν την ακολουθία της Ανάστασης, με τα μεγάλα φρύδια και τα καταστρόγγυλα μάτια του με κάποιαν αύρα από τότε που νέος έπαιρνε το λεωφορείο για Καρδαμά.

Κογιοακάν

Σβορώνος, Κονταριώτισσα Βροντού, Καρίτσα, Νεοκαισάρια, βρώμικα στην καντίνα πριν το μπαρ στη Πλάκα, δόκιμε, να πεθάνω θέλω. Έσκυψα στο τζάμι κι έπαιζε το μου ' φαγες όλα τα δαχτυλίδια, πάει το τραγούδι, παλιό δηλητήριο, παίζαμε Ντιέγο Ριβέρα και Φρίντα Κάλο και δεν το ξέραμε. Δύσκολο καλοκαίρι με τον ασύρματο συχνότητα σαράντα, τραζιστοράκι να φωνάζει από μέσα η αστυνομικός, φανταράκι ζορίζεσαι; Ξέρουν οι σκοπιές από πάθος αμίλητο που θα γίνει ποιήματα πολύ αργότερα στο δίκαιο καταποντισμό της ηλικίας. Φρίντα θα σου έλεγα πονάμε και σωπαίνουμε και ιδρώνουν εικόνες αγίων από αγωνία. Αλίμονο σ' εκείνον που από επιφύλαξη δεν είπε. Θα πάρει αμίλητο στον τάφο του που δεν αξιώθηκε αυτού του κόσμου. Αντιστεκόμενοι στο κλάμα μάθαμε ευγένεια. Που σ' αγαπούσα ολόσωμος και δεν ήταν. Κανένα λεωφορείο δεν έφερνε πια τίποτα. Δεν έπρεπε να συναντηθούμε και η μοίρα έπαιξε σωστά. Η αγάπη πέφτει σαν προβολέας που σαρώνει άδεια στρατόπεδα. Χασαποταβένες, περίπτερα με πολύχρωμα σωσίβια, γούνες, λαϊκή τέχνη, λούνα παρκ. Όπως θέλετε πάρτε το μα κάποτε ερωτεύτηκα ένα κορίτσι που έμοιαζε στη Φρίντα Κάλο. Ίσως να με ερωτεύτηκε κι αυτό, πότε δεν έμαθα ποτέ δε ρώτησα έγραψα μόνο. Και τώρα γράφω για να πω ότι έγραψα. Que no hubo sol para nosotros. Κογιοακάν θα πει δόκιμε, γάμησέ τα και μην τα ψάχνεις.

Τρίτη 4 Ιουλίου 2017

Τετάρτης Ιουλίου

Ορφανές του ποιήματος


Κι εκεί που στήθηκε η βαμπ
για τη φυλλάδα του αδελφάτου
φαλτσάρει λίγο η φωτογραφία
και βλέπεις λαϊκό προάστιο στο βάθος
με τα βυζάκια της στην πλάτη του
σε μηχανάκι πισωκάπουλα
γκαζιές ως κάτω
στη ναυπηγοεπισκευαστική
που να μυρίζει από μουνάκι υγραμένο
και στουπί πετρέλαιο.
Αχ κόρες της Στέφης
και δεν ξέρετε τη Στέφη
κόρες της Πέτρου Ράλλη
ορφανές του ποιήματος.


Καλύβες
Το ωτομοτρίς ασημογάλαζο με κατέβασε Προφήτης Ηλίας. Με περίμενε η θεία η Καλλιόπη. Γιατί με έστελναν; Ποιο ήταν το επιχείρημα; Μάλλον τα παράπονα της μάνας μου ότι είμαι ζωηρός. Με ένα ωραίο σακιδιάκι αθηνέϊκο, δεύτερο χέρι, κυλινδρικό γαλάζιο που είχε ένα σκοινί κι έσφιγγε στη μια πελυρά. Τα εισητήρια του τρένου ήταν από χοντρό χαρτόνι καφέ κι άκουγες το κρακ με το ειδικό μηχάνημα που τα τρυπούσε ο ελεγκτής με το περίκομψο πηλήκιο. Τότε δεν υπήρχε ακόμα η σύνδεση του σταματημένου τρένου με τον Καχτίτση. Μα εγώ πριν καν τα διαβάσω τα έζησα κατάσαρκα. Αφού σκούπισα το μάγουλο από το σάλιο του φιλιού της θείας τραβήξαμε για την παραλία στις καλύβες. Εκείνη κι θείος ο Μπάμπης ο αυστηρός πήγαιναν χρόνια κάθε καλοκαίρι. Είχαν δική τους καλύβα. Το πρώτο ήταν ότι μέσα η άμμος δεν έκαιγε. Δρόσιζε το ποδαράκι σου άμα είχες περπατήσει την παραλία με την αμμουδιά. Μετά το φαί. Αυγά με ντομάτα γιατί είχε γκαζιέρα και μαγείρευε. Αυτό θυμάμαι. Νερό η βίκα. Από που το έφερναν δεν κατάλαβα. Κάποιο πηγάδι εκεί κοντά. Κατά το βράδυ μετά το μπες βγες όλη μέρα στο νερό σου έδιναν και το φανελάκι το λευκό το αμάνικο. Μετά η νύχτα. Με το ένα φως κάθε καλύβα με τα εμαγιέ πιάτα με το κορμί που απέδιδε τη ζέστη που είχε φάει όλη τη μέρα. Τις πρόλαβα τις καλύβες. Αλλά γιατί με έστελναν; Μάλλον για να με τυραννάει η μνήμη τώρα. Μάλλον για να λάμπει η πρόθεσή τους ότι ήταν καλή, αλλά κάτι την έκανε από κοντά βία. Για να μην διαβάζω βιβλία και να απασχολούμαι γιατί στη μάνα μου είχαν κάνει κακό. Γιατί έτσι ήξεραν να λένε σ΄αγαπώ. Γιατί;
Θέμα και παραλλαγές
Σε μισώ μητέρα γιατί ήξερες. Γιατί μου γέμισες τη μνήμη παγίδες δακρύων κι αγάπης για όταν δεν θα υπήρχες. Δεν με πήγες σαν τη μητέρα του Μάρκες πίσω, δεν βρήκες μια παλιά γειτόνισσα ν' αγκαλιαστείτε και να κλαίτε, όλα τα κλάματα τα χρέωσες σε μένα. Το φωτογραφείο στα γενέθλια που μου έφερνε τόση ντροπή, το Θοδωράκη τον Κινηνή, να με ψάχνει μέσα στη νύχτα στον Ανεμόμυλο για την καψούρα σου. Σε μισώ ακόμα για εκείνη τη γυναίκα τη σκυμμένη, που όσο ζούσες δε μιλιόσασταν, κι ήρθε στην κηδεία σου για να με τιμωρήσει μ' ένα ολόκληρο μυθιστόρημα των ανθρώπων που δεν είχαν δρόμο για τη συγγνώμη τους. Σε μισώ γιατί ένα στα εκατό παιδιά παίρνει στα σοβαρά της κυκλοφορία στις φαντασιώσεις των γονιών του και μ' έκανες ένα από αυτά, χρεοκοπημένο λέξεις και τυραννία μνήμης. Σε μισώ για τα χιλιάδες γράμματα στην Αυστραλία και τον Καναδά που είναι μια εποποιία, ένα μυθιστόρημα ποταμός μεγάλο όσο ο Χαμένος Χρόνος του Προυστ που ποτέ δεν θα αντέξω να γράψω. Σε μισώ για την αφθονία των σ' αγαπώ που έσπειρες ανάμεσα σιωπής και γραφής γιατί από ντροπή δε μπορούσες να τα μιλήσεις. Σε μισώ για το Χήθκλιφ και τον Κουασιμόδο, κι όλους τους αμίλητους έρωτες του κόσμου.Σε μισώ γιατί μ' έκανες να ψάχνω το ποίημα στα τρέχοντα περιστατικά και να το βγάζω με εμβρυουλκό στην επιφάνεια της γραφής. Μα πιο πολύ σε μισώ που με άφησες να δω την τρέλα χωρίς να πέσω μέσα της, κι έφτασα να το δω γραμμένο στα ημερολόγια του Γκίνζμπερκ για να το καταλάβω. Σε μισώ γιατί είχες την τεράστια βεβαιότητα ότι είμαι ο αγαπημένος, βεβαιότητα τόση που να σε βρίσκω στα μάτια εκείνων που στο μίσος τους έμοιαζα άτρωτος. Γι αυτό σε μισώ. Γιατί με έκανες αισθηματία κι άτρωτο.

Δευτέρα 3 Ιουλίου 2017

Συλογισμοί

Η δρόμοι για τη νήψη είναι όσες κι οι ζωές
λάθος μας είπαν πως είναι ένας μονάχα
ο τρόπος είναι ένας, να κι από τη ματαιοδοξία
την κληρονομημένη απ' τα κωλόπαιδα
της προηγούμενης γενιάς πριν από μένα
έρχεται η φωνή του γέροντα και προκαλεί
να μη μιλάτε όταν σαν αδίκησαν γιατί εσείς
πρέπει να ζείτε εσταυρωμένοι μες στον κόσμο...
Τί πρόκληση αλήθεια και ποιοι είναι αυτοί
που όχι μόνο το μπορούν αγόγγυστα
μα το αναλαμβάνουν κι όλας επιθετικά;
Από καθαρή ματαιοδοξία των εσταυρωμένων
της καθημερινής ζωής μ' έπιασε ο δρόμος
από ανταγωνισμό στους μοναχούς κι είπα
από σήμερα υπάρχει εγγυητής των ονομάτων
κι ένα ευχαριστώ προς τα κωλόπαιδα
που μες στη μαλακία που τους έδερνε
μου δώσαν την εσχάτη ανωτερότητα
να ζω εσταυρωμένος μες στον κόσμο


Η Μπαλάντα της Ροής του χρόνου

Όποιος γελάει τώρα γελάει τελευταίος
με τον καθρέφτη του κυρίως όχι τους άλλους
ξέρει πως είναι του θανάτου κλέφτης
που με ανάσες πάντα δε θα τον νικάει
σ' ένα κρανίο ελπίζει άδειο και με χώρο
να χωρέσει τη φωλιά σε δυο πουλιά
να κελαηδούν στο χώμα που τον έχει φάει
γαμάς ή δε γαμάς φίλε μου, ο καιρός περνάει

Του είπαν πως θα πεθάνει κι όχι θα γεράσει
πως τα οστά του θα διαλυθούν σε πόνο

Κυριακή 2 Ιουλίου 2017

Ποστ στο Ποιείν

Στα χρόνια της έκπτωσης της ποιητικής ηθικής η πληροφορία γύρω από την τέχνη της ποιήσεως κυκλοφορεί όπως οι λογισμοί για το μοναχό. Άρα έχουμε και βασιλικό δρόμο αντιμετώπισής τους. Ο μοναχός διαβάζει Ευεργετινό και Αόρατο Πόλεμο, ο ποιητής όττω έρραται. Αυτό που θα άξιζε συζήτηση είναι η αναζήτηση της πολυτιμότητας στην τρέχουσα αγορά. Δηλαδή η αναζήτηση μεγάλου χρόνου και η έγνοια για την διάρκεια του γραπτού. Καθαρή μοντερνιστική φενάκη και λήψη του ζητουμένου.
Ας αφήσουμε το χρόνο να κάνει τη δουλειά του, να επιλέξει αυτός και να μην τον εκβιάζουμε.
Ο εκβιασμός του χρόνου στην ποίηση έφερε το μεταπράτη ερμηνευτή και παρέδωσε την ποίηση που είναι ΄λόγος ομιλίας, άρα αληθινός, στην αυθεντία της πανεπιστημιακής εξουσίας.
Σαφώς η αγορά έχει εξευτελιστεί, σαφώς δεν κυρώνει, αλλά λίγη τεχνολογία σου επιτρέπει να την παρακάμψεις χωρίς να σε εμποδίζει να καταθέσεις στο αρχείο και να ζεις σαν μεγάλος ποιητής στα περίχωρα. Δηλαδή σαν άνθρωπος ελεύθερος από την αγορά με τους μεγάλους νεκρούς ή ζωντανούς ποιητές της καθημερινότητά του και με βήμα ακόμη και μη αρεστού λόγου που η απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο τον φέρνει στην επιφάνεια χωρίς να μπορούν να τον στομώσουν.
Όσο για την Κύπρο λυπάμαι που θα το πω 50% χαμηλότερο επίπεδο γραφής 50% υψηλότερο επίπεδο δημοσίων σχέσεων.
Όποιος γράφει καλά και έξω από κοπάδια αλα γενιά 70, της συνένοχης μετριότητας, αλλά καλά, η ποίησή του θα λάμψει στο μέλλον. Κι όχι μακρινό μέλλον. Αν όχι, ένα ποίημα σε μια ανθολογία θα περισσέψει. Εκτός αν έχει κάποιος βιογραφικά απωθημένα άμεσα που θέλει την ποίηση για κανένα γκομενάκι η γνωριμία, οπότε του αξίζει να σκατώνεται. Αλλιώς όσο πιο μακρυά γίνεται από αυτούς τους κοπρίτες, αλλά όχι σαν αδικημένος, σαν χλευαστής. Αλλά όχι σαν χλευαστής τύπου Ρένος Αποστολίδης, ένα καινούριο είδος, χαμογελαστό με φορά θετικότητας και σθένος για το αρνητικό και τα θεάματα του κόσμου. Προς τη μεριά όπου η ποίηση γίνεται απροσπάθεια και χάρη.
Είναι ντροπή σε μια χώρα που όλοι παίρνουν λιγότερα απόσο αξίζουν κατά κανόνα, να καταδέχομαι να διαμαρτύρομαι εγώ, όποιος εγώ, που ονειρεύτηκε να γίνει ποιητής στα δεκαπέντε και στα εξήντα είναι. Ο τελευταίος των ποιητών, αλλά είναι. Τι να πουν τόσοι άλλοι που δεν έγιναν;
Κύριε Χριστοδουλίδη, η φιλία προϋποθέτει ηθική και η τρέχουσα ηθική των ποιητών δεν επιτρέπει φίλους. Σας εύχομαι ανάλαφρος, με Μούσα που θα σας παρέχει χρόνο και δε θα θέλει δόξες και στον τρίτο δρόμο μεταξύ Γκόρπα και Αποστολίδη, τον οποίον ανοίγω κι εγώ. Ίσως στην επόμενη δεκαετία να έχουμε τους φίλους του Τρίτου δρόμου, που δεν θα ενώνονται μισώντας την αγορά αρνητικά σαν δούλοι, αλλά θετικά με την καύλα τους για σοβαρή ποίηση.

Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017

Αποσιωπητικά



Κι όταν ο επιστήμονας του μέλλοντος
θα εξηγεί πως κάποια πρόσωπα
σαν τον Μανώλη Γλέζο
που η γραμμή της Ιστορίας διάβηκε κατάσαρκα
ζουν όχι μόνο μια ζωή μα τόσες
όσες και οι νεκροί που φέρνουν μέσα τους
και φτάσει εκεί, στο: Κι αν πεθάνω
θα βρει ένα: ναι Τόσκα,
πρόσωπο τρέχον εξουσίας
και στην ιστορία ασήμαντο
που δεν θα αξίζει ούτε μια υποσημείωση
θα βάλει αποσιωπητικά και ίσως όχι
και θα προσθέσει:θα σας κυνηγάει η ύπαρξη μου.

Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017

Ποιητής του 80

Βράχος σταθερών απόψεων

Απαλλαγή

Το πρόβλημα με τους εχθρούς είναι ότι κάθε φορά που ξεμπερδεύεις με ένα γεννάνε, αυτό μάλλον θα θέλει να δηλώσει ο μύθος της λερναίας ύδρας...  Λοιπόν, εσάς σας απαλλάσω από εχθρούς γιατί αν σας στείλω ένα αρχείο που έχω στο ίνμποξ θα παγώστε όχι μόνο εσείς, αλλά κι αυτοί που θα πάρουν διαζύγιο εξ αιτίας του...  Κι εσύ μικρή, δε σε ξέρω δε με ξέρεις υποφέρω κι υποφέρεις. Στην άλλη ζωή. Τα λέμε. Άντε χαμίνια. Μην ενοχλείτε ερωτευμένους ανθρώπους.

Τρίτη 27 Ιουνίου 2017

Ελίσσης 2

Το τι είναι η μελωδία, το πως είναι η αρμονία της γραφής...
Ευτυχής εκείνος που έχει αρκετή μελωδία για τον αρχάριο
και αρκετή αρμονία για τον απαιτητικό.


Το Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα, το έκκεντρο
- Η κόρη της Λιμπράδα, η ανύπαντρη, έκανε ένα γιο ποιός ξέρει με ποιόν.
-Γιο;
- Και για να κρύψει τη ντροπή της τον σκότωσε και τον έχωσε κάτω από κάτι πέτρες, αλλά κάτι σκυλιά με πιο ευσπλαχνία από πολλά πλάσματα, τον πήραν και σαν οδηγημένα από το χέρι του Θεού, τον είχαν απιθώσει ένα βήμα απ' την πόρτα της. Τώρα θέλουν να τη σκοτώσουν. Την φέρνουνε τραβώντας προς την κατηφόρα, κι από τα στρατόνια και τα λιοστάσια έρχονται οι άντρες τρέχοντας, δίνοντας κάτι φωνές που τρομάζουν τον κάμπο.
Αυτό είναι όλο το έργο. Η έκκεντρη αυτή αναφορά προεξοφλεί και το Θάνατο της Αντέλας, γιατί προεξοφλεί την εγκυμοσύνη της και τις συνέπειές της. Σαν τραγικός φόνος εκτός σκηνής σαν απειλή τιμωρίας που είναι χειρότερη από τιμωρία. Δεν θα έβαζα ποτέ τη Μπερνάντα Άλμπα να λέει είναι παρθένα. Το κορίτσι αφίληγο που μου είπε η γιαγιά της για τη Σοφία και το κοιμάται παρθένα σεμνή του Σολωμού άκυρα. Ιστορικά δε λέει το πράγμα. Θα αναδιέτασα την πλοκή και θα έβαζα ένα πρόσωπο της Σάρα Κέιν, μια ψυχασθενή ανύπαντρη μητέρα να έκανε το φόνο επειδή διάβαζε τη Μπερνάρντα Άλμπα. Το έργο του Λόρκα είναι μια τραγωδία για αυτούς που δεν έχουν λόγο μπροστά στην κοινωνική ιστορία. Είναι οι λόγοι των υπό εποπτείαν. Των Υπόγειων. Αυτό τρέφει ενεργειακά το έργο. Όταν το είχα δει στη σκηνοθεσία της Τότας Σακελλαρίου πρόσεξα τη φράση. Το χωριάτικο κουτσομπολιό του πολιτισμού της ντροπής μετατοπίζεται στις ειδήσεις του αστυνομικού δελτίου. Η μάνα μου ίσως το είχε δει στην τηλεόραση με την Κατσέλη... θα πρέπει να ένιωσε πολύ κοντά στο Λόρκα. Ήξερε αυτή.


Μη υπάρξαν
Ένα στα τρία ήταν αεροβαφτισμένο, τόσο γεννιούνταν κοντά στο θάνατο. Το ' πιαναν το παιδί από τις μασχάλες και το έκαναν όπως ο παπάς: και το όνομα αυτού... Η Τούλα του Λ. γυναίκα τέτοια, από την Καρδίτσα λέγανε, που πήγαινε κοντά στο μετέπειτα γυμνάσιο θηλέων με παντελόνι ριγέ γαλάζιο στενό και κοντό στον αστράγαλο με σκίσιμο να πάρει πελάτες και τη ρώτησα που πας και μου λέει στο εργοστάσιο, έτσι, από την Πάτρα ως τον Πύργο μόνο η Ελίσσα έχει τέτοιο εργοστάσιο, ακόμα και τώρα εκεί κατά το Γεράκι. Έμενε δίπλα σε νοικιάρικο όταν φώναξαν ξαφνικά την κυρά Σοφία. Η Τούλα ήταν έγκυος έξη μηνών, το πράγμα δεν πήγε καλά κι είχε γεννήσει το μωρό και την φώναξαν να το αεροβαφτίσει. Η κυρά Σοφία με το όνομα της πεθαμένης ετεροθαλούς αδελφής, με το μισό της όνομα στο θάνατο ήξερε από αυτά. Είχε τη σκληρότητα να θρέφει κοτόπουλα και μετά να τους κόβει το λαιμό να φάει ο καλεσμένος. Πήγε δίπλα και γύρισε κατακόκκινη κι είχε και μένα να ρωτάω τι ήταν το αεροβάφτισμα. Πως το έβγαλες της είπα: Μηνά, σαν τον πατέρα μου. Τότε δεν καταλάβαινα τις αρμονικές του πράγματος μα σήμερα θέλω να γράψω: Εσύ που σώζεις τα ονόματα που φροντίζεις και τα στρουθία του ουρανού σώσε και το όνομα του μικρού Μηνά που γεννήθηκε και πέθανε, που να το θάψαν άραγε το έξη μηνών παιδάκι, και που για το νόμο θεωρείται ως μη υπάρξαν εκεί όπου και η μάνα μου έζησε από ζωντανή: Στον κήπο με τα ονόματα των αθώων νεκρών
Περιέργεια
Όταν τους πέρασαν από τον Ανακριτή στο Αστυνομικό τμήμα, ο κόσμος βγήκε να πάρει το δίκιο στα χέρια του. Έχεις δει την τελευταία σκηνή της Αναπαράστασης του Αγγελόπουλου; Ε, έτσι. Αδελφή και γαμπρός το είχαν σκοτώσει το παιδί για κτηματικά και μια πελάτισσα στου Τσάφα είπε μέσα σε λυγμό ότι το κεφάλι ήταν χωρισμένο από το σώμα και ότι τα κοράκια του είχαν φάει τα μάτια. Ήρθε ο Καψάσκης, ο ιατροδικαστής απ' την Αθήνα για νεκροψία στο κοιμητήριο στην Αγιατριάδα... Πήρα το ποδήλατο και πονηρά τράβηξα για εκεί. Μεσημεράκι, ερημιά. Στο σπιτάκι της εισόδου το άδειο φέρετρο για το φτωχό που ο πατέρας είπε δώρησε κάποιος και τον έθαψαν τυλιγμένο σε σεντόνι. Τι άλλο ήθελε η καρδιά για να πάει να σπάσει. Πήρα το ανηφοράκι με το πετάλι να πηγαίνει το ποδήλατο σιγά και με πήρε η μυρουδιά. Δεν ήταν μυρουδιά απλώς, ήταν η αποφορά του τετραημέρου φίλου του Χριστού Λαζάρου. Ένα τραπέζι πίσω από την εκκλησία κι απάνω το παιδί που τα κοράκια του είχαν φάει τα μάτια μέσα σε νάιλον από τα θερμοκήπια και λευκά σεντόνια. Πλησίασα όσο μου επέτρεψε ο τρελός χτύπος της καρδιάς μου. Άλλο δεν είδα.


Διαλέχτε!
Στου Στραβογιάννη να πας να πάρεις κόλες να κόψουμε, να σκουπίζει το ξυράφι από τον αφρό στα ξυρίσματα. Ποιός τη χάρη μου, ειδικά εκεί στο χείμαρρο Σοχιά που έλεγε η πατριδογνωσία και όπου οι αδελφοί Κρινά όλοι περιβολάρηδες κι ένας ταξίτζής πρόσφεραν χρώματα ζαρζαβατικών εποχής στα μάτια και εισαγωγή στο σχολείον του εμπρεσιονισμού, λέω τώρα.
Πιο σημαντικό όμως ήταν ο ψαράς ο ασημολέπης με το στρατσόχαρτο στο χέρι τα ψάρια του στον πάγο και το χέρι του που έριχνε το νερό από τον κουβά για να μένουν φρέσκα. Κοντόχοντρος μελαχρινός και με μουστάκα μαύρη, μάτια γουρλωτά που στους περαστικούς ψάχνανε πελάτη, φρουρός ποσειδωνίων υποθαλασσίων ανακτόρων που θα μπορούσε να έλεγε ο Παπαδιαμάντης, στεντόρεια φώναζε: Διε διε διε διε διε διεδεδιεδιέδιέ, ήτοι εις την γλώσσαν του μοιρολογίου της φώκιας: Διαλέχτε!

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

Ελίσσης

Αμμοχώσεις
Οι κάτοικοι της Ελίσσης είναι καμπίσιοι, δεν είναι θαλασσινοί. Μπορεί να ψήνονται από τον ήλιο στο μποστάνι, δίπλα στο κύμα, μα δε θαλασσοβρέχονται. Το μαύρο ψιλοκοπάκι το τσίτι με τα γκρίζα ανθάκια που επιτρέπουν οι χήρες στην καλοκαιρινή τους εμφάνιση και η ομπρέλα η μαύρη η ξασπρισμένη από το δάρσιμο με βροχές και ήλιο. Δεν υπάρχει χρώμα ζωγράφου για να το δώσει αυτό, αλλά θριαμβεύει στη φωτογραφία. Και ξαφνικά μου ήρθαν τα παιδιά της κατασκήνωσης που τρώνε φακές σε εμαγιέ πιάτα και χτυπάνε τα κουτάλια αναγγέλοντας τη μεσημβρία με κρουστά. Με πιάνουν από το λαιμό, μου λένε σώσε αυτόν τον ήχο! Δεν πίστευα ποτέ πως έπρεπε να τα σώσω όλα αυτά. Ήταν η βάση, αυτό που δεν άλλαζε. Σαν τη φωτογραφία των Κέννεντυ στο ακραίο τροχόσπιτο με τη γαλάζια κουπαστή, σήμα κατατεθέν της Κουρούτας. Από τις μαύρες πάλι ομπρέλες στην αμμουδιά έβλεπες αυτούς που κάνουν αμμοχώσεις. Το έλεγε ο γιατρός γιατί η υγρασία του τόπου σάπιζε τα οστά των ανθρώπων από ζωντανούς. Έμπαινε σε λάκκο πρόχειρο και θαβόταν κι αν ήταν άντρας καμιά τρίτσα, αν ήταν γριά της φύσαγε ο αέρας το μαντίλι το δεμένο στο σαγόνι. Και τρέχαμε τα τσορομπίλια ως το καφενείο του Ρεμούνδου όταν ήταν να φύγουμε γιατί αυτός ο διάολος έκαιγε, δεν ήταν αστείο. Με πνίγει αυτός ο τόπος στις πραγματικές του διαστάσεις, μα σαν τον σηκώσω εκεί που τον αγαπώ είναι απέραντος, να χωράει αναγνώστες και το σπουδαιότερο να μετράει τη ζωή, γιατί πως νομίζετε μετριέται η ζωή; Με εκατομμύρια κύματα που σκάνε στην Κουρούτα από την πρώτη φορά σου ως την τελευταία σου. Κάποιο κύμα το νήμα στη ζωή της μάννας μου, κάποιο άλλο του πατέρα μου, κάποιο στο μέλλον εγώ. Έχει πολλούς νεκρούς που γυρίζουν σαν μικρά παιδιά στην ακτή. Για όσους ξέρουν έχει ένα συνωστισμό ανυπόφορο, κουνάνε τα καλαμάκια του καφέ σταματάνε τον ήλιο στη δύση, φέρνουν άλογα να τα δροσίσουν, σπέρνουν δάκρυα στα παιδικά σου μάτια τραβάνε τζούρες από τα τσιγάρα σου, ο Θείος Αντρέας στη φωτογραφία κρατάει ένα καρπούζι πλανήτη. Υπολογίζοντας τη φωτογράφιση η μητέρα είναι έγκυος εμένα, σε έξη μήνες θα πάω να γεννηθώ.


Μεσημέρι

Είχαμε πει τρία ντριν από το σπίτι μπροστά και μετά στο κατηφοράκι στην άκρη τη σταφίδα, γιατί φεύγανε για τον τρύγο. Μεσημεριάτης άγγελος ήθελα, πως το λένε, δεν ξέρω τι ήθελα, μα ήθελα, ορθοπεταλιές, χέρια αμολητά, την είχα φιλήσει πάλι κι αυτό το ζωάκι ανάμεσα στους μηρούς ήταν συνδεδεμένο και δεν το κρατούσε παντελόνι. Πέρασα, είπα το σύνθημα, το άκουσε δεν το άκουσε πήγα κάτω στη σταφίδα στις σκιές που δεν φαίνονταν από το δρόμο, πλάγιασα και το ποδήλατο να μη φαίνεται, θα έρθει δε θα έρθει... Ήρθε αθόρυβα μα την πρόδωσε ένα τσακ από ένα κλαράκι, γύρισα. Ήταν πηγάδι το πρόσωπο όπου έσβηνα και δίψαγα φιλί. Το έδωσε απαλά και κάθισε, όπως κάθονται τα κορίτσια στα εξώφυλλα με τους αγγλικούς τίτλους μυθιστορημάτων λέω τώρα. Εγώ που ήθελα τόσα να της πω είχα μείνει χωρίς λόγια. Τα λόγια είναι οι προδότες του θέλω. Δεν μπορούν να το καλύψουν. Έπιασα κάτω από τη μασχάλη και κατέβαινα. Αυτό που έπιασα παρακάτω ήταν το λάστιχο από το βρακάκι τα είχα δει απλωμένα στην αυλή της μάνας της. Άπλωσε το δάκτυλο από πολύ κοντά, με κοιτούσε σαν ερωτηματικό, και μου έστριψε τη μύτη. Ένα σύννεφο έκρυψε λίγο τον ήλιο και σκυθρωπιάσαμε. Πήρε το χλωρό από ένα κλίμα και το δάγκωνε, εγώ αδημονούσα για κάτι σαν έμβολο πήγαινα να κρύψω τη ντροπή μου και ξαφνικά κατάλαβα ότι ανάμεσα στα χέρια μου και το κορμί της δεν υπήρχε. Δε θέλαμε μόνο εμείς, λοιπόν. Θέλαν κι εκείνες. Δεν ήταν στόμα αυτό καθώς την στρίμωξα δαγκώνοντας και λιγάκι το χείλο, ήταν λουκούμι και νερό δίψα και ξεδίψασμα. Ένας σκύλος πέρασε ψάχνοντας τζιτζίκια και μας χώρισε. Θα μας μαρτυρήσει της είπα σχεδόν γελώντας και ψύχραιμος. Τι διαβάζεις; Την Ερόϊκα του Κοσμά Πολίτη... την τυλίχτηκα έτσι που αργότερα θα έλεγα σαν Ενδυμίωνας... είδα να φεύγει ευκίνητη με τις ελβιέλες και δίπλα ο σκύλος βουτούσε μες στο σκιερό κι αυτή σαν άλλο αιλουροειδές ανάμεσα στα κλήματα. Πήρα πάλι το ποδήλατο. Ως να φτάσω σπίτι ο λεκές μπροστά είχε στεγνώσει.


Αγρονομείο

Το πολυβολείο απέναντι μου υπέβαλε την ιδέα πως έτσι θα ήταν που βάζανε τα κεφάλια να τα κόψουν στον εμφύλιο, ένας κορμός κι ο μπαλτάς κι ερχόταν ένας ένας να πάρει το επίδομα κι άλλος έδινε πέντε ζευγάρια πόδια από κοράκι, και τα πετσόκοβε ο αγρονόμος δεμένα με κλωστή να τα ακυρώσει κι άλλος ουρά από αλεπού κι ασβό και λιάνιζε ο μπαλτάς να τα ακυρώσει, κυνηγοί ήτανε από τα ορεινά και μετά αγόραζαν μπαρούτια σοκόλ και σιπέ γιατί γεμίζανε μονάχοι τα φυσίγγια στα δίκανα και σε κανένα μπροστογιμί που είχε ξεμείνει, πρόσωπα αξύριστα εκεί στην αυλή με τις πικραγκουριές που με τα σπόρια τους έπαιζες πόλεμο, Μπακουλέας. Σαν κατσαπλιάδες θα ήταν η λέξη του πατέρα που τους περιέγραφε. Όμως στην αφήγηση για να αξίζει την ανάγνωση ο κόσμος συνέχιζε να μυρίζει τρινάλ από την αποθήκη απορρυπαντικών του Θλιβερού που παίρναμε τους ανάγλυφους χάρτες των Ηπείρων με τα καπάκια της χλωρίνης και τα κάγκελα των κήπων είναι γεμάτα τριανταφυλλιές που θα ζήσουν στο αρχείο που τις γράφω τώρα πιο πολύ από όλα τα καλοκαίρια μου. Το ίδιο και η παρατημένη καναδέζα η γκρίζα από το σπίτι που ήταν η παλιά αστυνομία εκεί δίπλα στο φόβο που φυλούσε τα έρμα σ' εκείνο το σπίτι δίπλα που το σπάσαμε και βρήκαμε μπουκάλια και κατοχικά νομίσματα και γέμισε ο τόπος χαρτονομίσματα δισεκατομμύρια και τα παίζαμε για χαρτάκια κι ακόμα θυμάμαι τη μητέρα να λέει ξέρεις τι έπαιρνες με αυτά τα μηδενικά: όταν αχρηστεύτηκαν τα λεφτά ένα μαντιλάκι.
Χαιρετίσματα
Τον είδα σου λέω τον Κωστάκη σε εκπομπή νύχτα, ντοκυμανταίρ στη Νέα Υόρκη, να πουλάει χοτ ντογκ, ασπρομάλλης στην Πέμπτη Λεωφόρο και να στέλνει χαιρετίσματα στην Αμαλιάδα... κι ήθελα να του φωνάξω μες στη νύχτα πως οι χορδές στα τύμπανά μας θέλουν σφίξιμο, πώς θα παρελάσει το σχολείο, πως τα ποδήλατά μας σκουριάζουν στην αυλή Οινομάου και Παπαφλέσσα, πως τα παράθυρα του σπιτιού του είναι χιασμένα με καρφωμένες τάβλες, και πως όταν είπε ο πατέρας του στην Κουρούτα στο δικό μου, φορώντας το παντελόνι του μετά το μπάνιο, θα πάμε Αμερική Θανάση, εγώ δεν ήξερα πως θα ήταν από κεί και πέρα για πάντα, αλλά δεν με άκουγε μόνο γέλαγε στο καροτσάκι του με το ίδιο γέλιο που πέρασε όλο το μεταξύ χρόνο απείραχτο και μας έστελνε χαιρετίσματα.

Καντίνα
Έχω δυο μνήμες κι είμαι μονίμως σε καντίνα στη διαδρομή προς τα κάτω. Αυτός κι αν είναι τόπος για να δεις αυτό που φωτίζεται μια στιγμή ως επείγον κι έπειτα χάνεται στα χιλιόμετρα... Η πάνω είναι ανοιχτή, είναι αυτή που της δίνω λόγο. Η κάτω μ΄έκλεισε, με δίπλωσε στα δώδεκα σαν τον Χριστό, καλά στηριγμένη στο πολλαπλάσιο του τέσσερα, σε αριθμολογία μητρική και μου δίνει συνεχώς λόγο. Εξάγει τα πρόσωπά της με φορά παγκοσμιότητας, τρέφεται από Φώκνερ κι επιστολές της μητέρας μου. Της ελευθερώνω πραγματικότητα με όση φαντασία μπορώ. Η Ελίσσα, η πολίχνη της καταγωγής όσο πάει και γίνεται ένα βιβλίο, ένα παλίμψηστο όπου διαβάζω εκείνα που με εμποδίζουν οι σημερινές προσόψεις. Δεν είναι παρά αληθινό περιστατικό που δαγκώνει χρόνο και σκάει σαν το κάθε τι που είναι προορισμένο να γίνει ελεγεία. Κάποτε σκέφτομαι θα βάλω τάξη θα βρω εκείνο το παλιό τετράδιο που κατοικεί ένα μυθιστόρημα σε σκίτσα από πεπραγμένα και ονόματα, εν τω μεταξύ φτάνει κάτι ελάχιστο ώστε η σιωπή να μην κρατάει, ν΄ανοίγει όπως η μύτη στην αυλή του μοναστηριού και να πεινάει λεγόμενο. Μου εξαρθρώνει τη ρητορική βάζει δικά του μεγέθη στη στυγνότητα της περιγραφής γίνεται λυρικό αν λυρισμός σημαίνει η ανάκληση του απόντος. Έχω δυο μνήμες μια γραφή και δυο διαψεύσεις από την πραγματικότητα. Κάποτε σκέφτομαι να γείρω εκεί, σε μια καντίνα σε κάποιο χιλιόμετρο να θρέψω κανένα χορτάρι ανώνυμο. Ο θάνατος είναι τόσο γλυκός που εκεί που πεθαίνεις σου γίνεται πατρίδα.

Σάββατο 24 Ιουνίου 2017

Ο Ρένος Αποστολίδης και η ανησυχία για το ντοκουμέντο

Όταν ο Ρένος Αποστολίδης, στις εκπομπές του για τον Εμφύλιο μέσα μας, φτάνει στην Πυραμίδα 67 στα ελληνοαλβανικά σύνορα λέει τη φράση: Άρα, δεν το φαντάστηκα... Δεν καταλάβαινε ίσως πως έτσι μας εμποδίζει να φανταστούμε εμείς. Θέλω να πω ότι ο Ρένος Αποστολίδης θέλει να μας οδηγήσει σε μια ελεγχόμενη και μονοσήμαντη ανάγνωση του έργου του. Και το ίδιο δυστυχώς κάνουν με την καλύτερη των προθέσεων οι γιοί του. Τα έργα του Ρένου όσο κι αν το στοιχείο της ιστορικής μαρτυρίας που περιέχουν υπήρξε απειλούμενο από τις μετεμφυλιακές διαστρεβλώσεις και τα εκατέρωθεν των αντιπάλων πλανίσματα, σήμερα όχι μονάχα δεν κινδυνεύουν, αλλά είναι αυτά που αποτελούν την κύρια μαρτυρία. Μια μαρτυρία που αν απελευθερωθεί και πάλι όχι σε μια κατευθυνόμενη ανάγνωση αλλά σε αναγνώσεις που θα εμπλουτίζουν τη δύναμη των γραπτών του όντας ανταποκρίσεις στην συντριπτική κάποτε επαφή με τον αναγνώστη, θα αποκαλύψουν ίσως το αναμφισβήτητο μέγεθος του συγγραφέα στις νεότερες γενιές. Πράγμα που αρχίζει ήδη να φαίνεται καθώς ο χρόνος καταπίνει το ένα μετά το άλλο τα έργα της μυθοπλασίας εκείνης της εποχής. Γύρω από το Ρένο Αποστολίδη υπάρχουν αρκετοί μιζεράμπλ, πρόσωπα κατεστραμμένα σχεδόν από την επαφή με τη δυνατή προσωπικότητά του, που όσο διακινούν τόσο αποσιωπούν λόγω προσώπου το έργο του συγγραφέα. Είναι η ώρα το έργο του Ρένου Αποστολίδη να περάσει για τα καλά τα ελληνικά σύνορα και να μεταφραστεί σε όσες περισσότερες ξένες γλώσσες γίνεται. Από τη μεριά μου κάνω μια προσπάθεια να μεταφραστεί στα Ισπανικά. Κάτι που πιστεύω θα βοηθήσει και στη χαλάρωση των ελεγχομένων αναγνώσεων του έργου του.

Ο εύθικτος Τάκης Σινόπουλος και το ηλειακό σύμπλεγμα

Όταν ο Μιχάλης Πιερής, και πιθανόν τη προτροπή του Γ. Π. Σαββίδη, παραλείπει να καταγράψει το γεγονός ότι η 21η Απριλίου βρήκε το Ρένο Αποστολίδη κατηγορούμενο από τον ποιητή, σαφώς ξέρει γιατί το κάνει. Διότι αντιλαμβάνεται στη σωστή προοπτική του χρόνου ότι το γεγονός είναι κατάπτυστο. Ο Σινόπουλος, Πι Σινόπουλος όπως τον έλεγε ο Ρένος ήταν συμπλεγματικός και μάλιστα από σύμπλεγμα κατωτερότητας στο οποίο αντέτασσε μια μεγαλομανία ζωή και έργω. Και είναι αυτό το σύμπλεγμα που κατά βάθος τον οδήγησε στην άλλη ηλειακή μαλακία που είναι η δικομανία. Ο Γιώργης Παυλόπουλος μιλώντας μου για το θάνατο του Σινόπουλου στο πανεπιστήμιο της Πάτρας, μου είπε πως όταν μιλούσε κοκκίνιζε από υπεραιμία, πως έλεγε του Σεφέρη να παραμερίσει για να προβληθεί αυτός και πως εν τέλει αυτό τον έστειλε στον τάφο. Τη μέρα που πέθανε είχε πάλι συνομιλήσει με μια κοπέλα για τα ίδια γεγονότα και για την προβολή του, διαφώνησε, γύρισε στο ξενοδοχείο του και πέθανε. Κατά την άποψή μου και από όσα διάβασα, είναι σαφές ότι ο Σινόπουλος στη συγκεκριμένη περίπτωση διέπραξε αχρειότητα. Και με παραξενεύει που ο Χρήστος Ρουμελιωτάκης ενώ σε κείμενό του κατηγορεί το Ρένο που δεν αρνήθηκε να δημοσιεύει όπως γελοιωδώς είχαν αποφασίσει οι διανοούμενοι στην αρχή της Χούντας, δεν λέει λέξη γι αυτή τη δίκη. Σε μια εποχή που μιλάμε για τις θανάσιμες αντιφάσεις του Χάϊντεγγερ η ελληνική λογοτεχνία βάζει τα σκουπίδια της κάτω από το χαλί, φτιάχνει μια εικόνα ενός ήθους που ο Σινόπουλος δεν είχε. ¨Ηταν συμπλεγματικός και φιλόδικος και είχε όλα τα ελαττώματα του μεσαίας και προς τα κάτω τάξης ηλείου της εποχής του. Δεν έχει κανείς πάρα να δει την κονσόλα που χρησιμοποιούσε για γραφείο στο Ίδρυμα Σινοπούλου για υποψιαστεί πόσο γελοίος θα πρέπει να ήταν κάποιες φορές στη διεκδίκηση της δόξας του. Κόστος αναγκαίο για το έργο που έφτιαξε και συγγνωστό. Αντιφατικός, δηλαδή ανθρώπινος. Τώρα δεν καταλαβαίνω γιατί οι διαχειριστές της μνήμης του γίνονται αχρείοι δι' αποκρύψεων και το αποσιωπούν. Φαίνεται πως οι αχρειότητες δι αποσιωπήσεων ήταν η βαθιά Επιθεώρηση Τέχνης από τη μαγάρα της οποίας κάποιοι δεν έχουν ξεφύγει και ούτε θα ξεφύγουν ποτέ.(Ημιτελές, συνεχίζεται...)

Ο Ροϊδης και η μη ομολογημένη ομοφυλοφιλία

Για να γράφεις μια ζωή όπως ο Ροΐδης και να συντηρείς ενεργειακά αυτόν τον τρόπο γραφής μόνο ένας άνθρωπος με χαλασμένο συκώτι θα έκανε ή κάποιος ομοφυλόφιλος που η κοινωνική του θέση δεν του επιτρέπει να ομολογήσει την ομοφυλοφιλία του. Κάτι πολύ φυσικό την εποχή που έζησε ο Ροΐδης για τον οποίο σχέση με γυναίκα δεν ομολογείται στις βιογραφίες.  Κάποτε θα πρέπει να γίνει μια μελέτη για το πότε παρουσιάστηκε η ομολογία έστω και με υπαινιγμούς της ομοφυλοφιλίας στην Ελληνική λογοτεχνία. Μιλάω για πριν το Μήτσο Παπανικολάου τον Καβάφη και το Λαπαθιώτη. Στατιστικά δεν μπορεί όλοι οι συγγραφείς μιας περιόδου να είναι ετεροφυλόφιλοι. Αν κρίνω λοιπόν από το διήγημα Ψυχολογία Συριανού Συζύγου, όλη η ενέργεια της ειρωνείας του Ροΐδη από κάπου πρέπει να τρέφεται και κάπου να στηρίζεται. Ψυχολογικά μιλώντας η θέση αυτή ευνούχου που παίρνει ο αφηγητής σε μένα τουλάχιστον αφήνει την εντύπωση ότι ο Ροϊδης ήταν μάλλον ομοφυλόφιλος  και η γενικότερη ψυχολογία της γραφής του έχει ύφος ομοφυλοφίλου που δεν μπορούσε να το ομολογήσει. Ξέρουμε ότι αυτή είναι η πιο ανυπόφορη πλευρά της ομοφυλοφιλίας.
Μια ιδέα βέβαια ήταν, δεν κόπτομαι.

Ο Ντοστογιέβσκι μετά τη φυλακή

Όταν ο Ντοστογιέβσκι βγήκε από τη φυλακή μέσα στα άλλα που έκανε ήταν κι ένα εγκωμιαστικό ποίημα για τον τσάρο. Κάποιοι του επιτέθηκαν με άρθρο. Όταν ο Ντοστογιέβσκι το έμαθε είπε στον αδελφό του. Μου επιτίθενται, άρα έχω ακόμη αξία. Κι αποφάσισε να κάνει ένα περιοδικό. Δεν είδα κάποιον ως τώρα, εκτός κι αν ήταν στο Πλανόδιον ή στο περιοδικό το Δέντρο, δεν ξέρω, να ασχοληθεί με το γεγονός ως στοιχείο αξιολόγησης του Ντοστογιέβσκι. Με αυτά ασχολούνται συνήθως οι περιοδικάριοι που δεν ξέρουν κάποια ξένη γλώσσα και άτομα που από αυταρχικούς γονείς έχουν γίνει εισαγγελείς σε κάθε τι με το οποίο ασχολούνται. Κάποτε παρασυρμένος από όλους αυτούς και τα περιοδικά τους που έριχναν στην πιάτσα τόννους τέτοια δηλητήρια, κοιτάξτε τα ανώνυμα σχόλια, το έπαιξα κι εγώ γι αυτό το ξέρω τόσο καλά. Με βοήθησαν και οι ίδιοι με τον τρόπο που αποκαλύφθηκαν στις δικές εναντίον μου που έχασαν. Για τον ίδιο λόγο καταλαβαίνω πολύ καλά γιατί ο Ντοστογιέβσκι γύρισε γεμάτος σχέδια από το κάτεργο. Το μικρό τους ταλέντο ήθελε να με κάνει γεμάτο χολή και πικρία για τη ζωή. Που να ήξεραν οι μαύροι τί ζούσα και πώς το ζούσα, όταν αυτοί ο ένας μου έλεγε πόσο βαριέται τη γυναίκα του κι εγώ κατάλαβα πως γουστάρει αγοράκια κι ο άλλος ήθελε να υπερασπιστεί την τιμή εκείνης που μπροστά μου τον ξέχεζε η αδελφή του τηλεφωνικώς σε μέρα κρίσιμη. Ένα είναι το ζήτημα: να ξυπνάς το πρωί με το μυαλό,  όχι σε διάφορους ελάχιστους που πέρασαν τη ζωή τους σαν παιδιά με βρώμικα πόδια που τα κυνηγάει ο θυρωρός της πολυκατοικίας γιατί πάτησαν το χαλί της εισόδου., αλλά στο Ντοστογιέβσκι.

Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017

Γεωργία Τριανταφυλλίδου, Δανεικά κι αγύριστα

Δεν μπορεί κανείς να κατακρίνει τη Γεωργία Τριανταφυλλίδου  να χρησιμοποιεί τη ρεκλάμα που μου έλεγε η Ιωάννα Τσάτσου, και να κατεβαίνει οργανωμένη στο τερραίν της δημοσιότητας. Η πρώτη σεντονιάδα που εμφανίστηκε τουλάχιστον μου φάνηκε προκλητική. Άλλο ρεκλάμα άλλο αρχηγική εμφάνιση και δια αυλής. Το άρθρο εμφανίστηκε στη ναυαρχίδα της διαδικτυακής πληροφόρησης που είναι η σελίδα του βιβλιοπωλείου Πολιτεία. Κατέγραψα την αντίδρασή μου εν θερμώ στο φέισμπουκ και την παραθέτω εδώ:

Η Γεωργία Τριανταφυλλίδου, γνώστης του άγχους της επίδρασης συνεχίζει την ποιητική συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη, Πεταμένα Λεφτά, από τον τίτλο κιόλας της τελευταίας της συλλογής Δανεικά κι Αγύριστα... Στη σημαδεμένη τράπουλα της δημοσιότητας που παίζει λόγω συζύγου και διαπλοκής, θα μένει πάντα υπερεκτιμημένη και η μόνη αληθινή κριτική που της αξίζει για να συνεχιστούν οι τίτλοι είναι Σε Γιατρούς και Δικηγόρους.
Θολά ποιήματα με δάνεια μαγκιά από μια φιλόλογο που επιθύμησε νυχτερινό σουλάτσο σε σκυλάδικα και οι γλάστρες της πίστας παίρνουν την εκδίκησή τους από τις σπασίκλες συμμαθήτριες. Οι σεντονιάδες για το από τρίτο χέρι αυθεντικό να λείπουν.

Το μόνο που θα ήθελα να προσθέσω ως πρόθεση, αλλά κατά την άποψή μου αποτυχημένη του βιβλίου, είναι αυτός ο συνδυασμός πλοκής και ευρηματικότητας στο ποίημα. Το ένα αποτυχημένο από μια θολότητα που συσκοτίζει το τι θέλει τελικά να ελκύσει το ποίημα ως νόημα, μάλλον γιατί το γλωσσικό βίωμα δεν το υποστηρίζει, και το δεύτερο γιατί θύει στον τρέχοντα μανιερισμό ποιημάτων που εξυπαναδίζουν.
Η Γεωργία Τριανταφυλλίδου διαθέτει όλα τα μέσα ώστε να πετύχει την υπερεκτίμηση μιας μέτριας συλλογής που είναι κατά την άποψή μου η συγκεκριμένη. Δεν είναι η πρώτη η μόνη και η χειρότερη που επιχειρεί κάτι τέτοιο. Αλλά εγώ μιλάω για ποίηση και όχι για τη ρεκλάμα της. Αν αποφασίσει να τραβήξει αυτό το δρόμο, ξέρω ότι θα λάβει υπόψιν της πιο σοβαρά τα γραφόμενά μου και θα συμμερίζεται μαζί μου με αστεία διάθεση την αμετροέπεια της αγοράς που κατά το καβαφικό "αν είχε διατάξει θα έβγαζαν πρώτο και το κουτσό της αμάξι". Αδιαφορώ πλήρως για τη δουλικότητα και τα σάλια του τρέχοντος κριτικού λόγου. Τα ποιήματα είναι κακά, ο Μαρωνίτης πέθανε και η ποιήτρια κατά την ταπεινή μου συμβουλή πρέπει να ψάξει άλλο ήθος που θα της δώσει άλλο ύφος γραφής.
Οι εξωνυμένοι και η δημοσιοχεσιακοί μπορούν να ουρλιάζουν ελεύθερα στην καθημερινή τους άγρα αριστουργημάτων. Φούσκωσέ το πατριώτη, με το ζύγι θα το πάρω.
Απλά σκέφτομαι πως στην τρέχουσα διαστροφή της δημοσιότητας για να μάθεις μιαν αληθινή γνώμη, θα πρέπει να έχεις την ευφυΐα του πουλιού που το σκάτωσε η αγελάδα. Όποιος μιλάει καλά για το βιβλίο σου δεν είναι σίγουρα φίλος του βιβλίου σου κι όποιος μιλάει κακά δεν είναι σίγουρα εχθρός της τέχνης σου.
Καλές πωλήσεις Γεωργία μου κι αντί να κάνεις βόλτες σε τραπέζια με μικρούς καβαφολόγους και αυλές στα προαύλια εκθέσεων βιβλίου και συστάσεις του συζύγου από περίπτερο σε περίπτερο κοίτα να γράφεις κανένα καλό ποίημα. Ο μεγάλος πεθαμένος ποιητής σου μας βλέπει και τους δυο, και μεταξύ κατεργαρέων ειλικρίνια.
Φιλιά, και η αγάπη που σου είχα, δανεική κι αγύριστη κι αυτή.

Δήμος Ελισσαίος, Μπήτι για μπήτι

Τρέχα μαλάκα παρανόϊα
μη βγει από μέσα σου ο φασί
φασίστας πατέρας σου
να πάρει μέτρα για τ' αρχίδια μου
θα σου γαμήσω στα εξήντα
την ωραία αδελφή
που δε σου γάμησα μικρός
και θα κάνω παρέα
μονάχα με τον επιτυχημένο
αδελφό σου
που υπήρξε αλήθεια τουλάχιστον
τζάνκι, ληστής και ποινικός.

Μπήτι για μπήτι είσαι, μαύρε
όπως λεν κατω απ' τ' αυλάκι
Μπήτι για μπήτι.

Πέμπτη 22 Ιουνίου 2017

Γιώργης Παυλόπουλος, η ελλάσσων παραλλαγή

Το δημόσιο ενδιαφέρον που δόθηκε στο Γιώργη Παυλόπουλο, από τους κύκλους που δόθηκε, μοιάζει περισσότερο σαν ικανοποίηση του βαφτιστηριού για να χαρεί ο κουμπάρος. Και ο κουμπάρος στην περίπτωσή μας είναι ο Σεφέρης. Και από το θάνατο του Σεφέρη και κάτω οι γνωστές άκριτες κοινοτοπίες των γνωστών. Αυτό φαίνεται πολύ εύκολα με την αντιμετώπιση του τρίτου Ηλείου που είναι βέβαια ο Χρήστος Λάσκαρης. Για μένα αποτελούν μαζί με το Σινόπουλο το τριουμβιράτο των συμπατριωτών μου ποιητών του αιώνα που πέρασε. Αν εξαιρέσεις τρία τέσσερα ποιήματα που έγραψε ο Παυλόπουλος μετά το θάνατό του συμπατριώτη του, τα δύο τρίτα της παραγωγής του μοιάζουν με μια ελάσσονα ως προς την εμβέλεια παραλλαγή της ποίησης του Σινόπουλου. Ο Παυλόπουλος θέλει το ποίημα με μεγάλο χρόνο όπως οι μοντερνιστές αλλά έλκεται από αυτό θα λέγαμε ¨ηθογραφία". Αν με τον όρο θεωρήσουμε πως η αφορμή του ποιήματος είναι το παρόν και όχι το με φορά διάρκειας και μνημείωσης παρελθόν. Ο Παυλόπουλος υπογράφει ένα τουλάχιστον ποίημα σε συνεργασία με τον Σινόπουλο. Η ίδια η πλησία ανάγνωση αυτού του ποιήματος ( οι φιλολόγοι που είναι δουλειά τους, να δώσουν τα στοιχεία) μπορεί να δείξει τη δεσπόζουσα φωνή του Σινόπουλου πάνω στον Παυλόπουλο. Ο Παυλόπουλος, όσο αποκλίνει από το Σινόπουλο αποκλίνει προς τα μέσα, προς την ηλειακή ντοπιολαλιά και προς το ηλειακό περιστατικό. Από την άποψη αυτή αποτελεί δορυφόρο της σινοπουλικής ποίησης κατά τον τρόπο Γης και Σελήνης. Εικάζω ότι ο Σεφέρης αγάπησε την ποίησή του για τα στοιχεία αυτά της ντοπιολαλιάς, γιατί ο Παυλόπουλος έκανε ποίηση με το λεκτικό το πιο συντηρητικό που ο Σεφέρης έκανε τις μεταφράσεις του. Προσωπικά η γοητεία της βιογραφίας του, οι λίγες επαφές μας και η συμπάθεια της μορφής, δεν μου αφήνουν άλλη γρίλια για να μιλήσω για διακρίσεις περισσότερο απόσο εδώ. Η ποίησή του είναι λίγη και αναγνωστικά βατή. Δεν έχω κανένα λόγο να μη τη συστήσω, γιατί όλα δεν ανήκουν στο χώρο της ιστορίας της λογοτεχνίας αλλά υπάρχει χώρος και για την ιστορία της καρδιάς. Διαβάστε με δυσπιστία ότι γράφτηκε γι αυτόν, αλλά διαβάστε αυτόν και αποθέσετε πάνω στην ποίησή του. Δεν θα χάσετε. Η καινούρια έκδοση των ποιημάτων του στις Εκδόσεις Κίχλη, είναι μια καλή ευκαιρία.

Αναγνωρίσιμες φωνές κι αναγνωρισμένες γραφικότητες

Στην πληθική εποχή της ποίησης που ζούμε το να μιλάς γα αναγνωρίσιμες ήδη φωνές, εκεί όπου και οι τερματίζοντες την καριέρα τους ποιητές του συρφετού του 70 δεν έχουν αναγνωρισμότητα, δυο τινά συμβαίνουν:ή είσαι εντελώς γραφικός και στολίζεις τη γραφικότητά σου με κερασάκια ευηθείας, ή το χειρότερο γιατί στέκεσαι ανταγωνιστικά προς το κρινόμενο και υποδόρια το τορπιλίζεις με εσκεμμένη αμετροέπεια. Ότι και να συμβαίνει, οι δουλειές δεν πάνε καλά, περιοδικό έχει να βγει από το 2015, η τελευταία συλλογή πάτος. Σε λίγο ο πεθερός θα σου βγάλει τις βαλίτσες στο διάδρομο, συνηθίζεται.

Τετάρτη 21 Ιουνίου 2017

Ο Μιζεραμπιλισμός του Δημήτρη Κανελλόπουλου

           Ο Δημήτρης Κανελλόπουλος στην τελευταία του συλλογή «Το Φράγμα της Μνήμης» υποτιμάει μονάχος του το ίδιο το υλικό του, δηλαδή το βίο του. Σε μια χώρα όπου ο κανόνας είναι οι περισσότεροι να παίρνουν λιγότερα απόσο αξίζουν εκείνος επιμένει να προβάλλει τον εαυτό του ως διακριτό παράδειγμα εν ζωή για την υποτίμηση που δήθεν υπέστη. Νεόθεν παράγοντας λογοτεχνικός και πολιτικός με φροντιστήρια, τώρα περιοδικό, διασυνδέσεις και διαπλοκές βαθύτατες με τον τόπο καταγωγής του, (θυμάμαι τώρα πως ως παράγων συμβούλευε να ψηφίσουν το Σάκη κι όχι τον Τάκη ή κάτι τέτοιο σε ιστολόγιο). Για να μην μπω στα προσωπικά, του δόθηκαν ευκαιρίες και στη λογοτεχνία που μάλλον απεμπόλησε λόγω χαρακτήρος, και οπουδήποτε αλλού. Εύθικτος και περιφερόμενος με ευκαιρίες που οι πιο πολλοί δεν έχουν δει καν στον ορίζοντά τους τα καταστρέφει κατά καιρούς όλα. Δεν είναι ζήτημα μιας κριτικής η διόρθωση του χαρακτήρος, αλλά μια ψυχανάλυση για να καταλάβει ότι δεν του φταίνε οι άλλοι αλλά ο χαρακτήρας του θα μπορούσε να του υποδειχθεί, με το δεδομένο ότι στο τελευταίο του βιβλίο δραματίζει τον βίο και τα πεπραγμένα του εν λογοτεχνία.
             Η λογοτεχνία δεν αποτελεί χώρο δικαίωσης του περιεχομένου της βιογραφίας μας, αλλά χώρο δικαίωσης ενός ύφους που με το πως του δικαιώνει και τον βίο. Είναι στυλιστική η ψυχαναλυτική αναπλήρωση που παρέχει η λογοτεχνία κι όχι βιογραφική. Ο Κανελλόπουλος δείχνει να επείγεται να διακριθεί και νομίζει πως οι άλλοι τον εμποδίζουν, επειδή είναι βαθύτατα μιμητικός με την έννοια του Ζιράρ να κάνει χώμα κάθε τί που αγγίζει και να βλέπει ως χρυσάφι κάθε τι που ανήκει στους άλλους. Χωρίς να έχει συνείδηση ίσως πέφτει στη μεγάλη παγίδα της εποχής: το Μιζεραμπιλισμό. Ο μιζεραμπιλισμός, όπως τον αναφέρει πρόχειρα ο Ξενοφών Μπρουτζάκης σε μια διαδικτυακή κριτική του συνίσταται σε: (Την επίμαχη δε περίοδο γνωρίζει μέρες δόξας ο μιζεραμπιλισμός.) Πρόκειται για έναν νέο όρο που δημιουργήθηκε προκειμένου να αποτυπώσει τη λατρεία της μιζέριας, όπου μια κοινωνική ομάδα (ή ένα πρόσωπο) εμφανίζεται ως ιδιαίτερα αδικημένη, εξαθλιωμένη, πάσχουσα, υποφέρουσα τα πάνδεινα και λόγω όλων αυτών των δεινών εκθειάζεται διά μέσου των στερήσεών της, των αποκλεισμών της, της εν γένει εξαθλίωσής της. Στη φράση του Μπρουτζάκη προσθέσαμε σε παρένθεση το ( ή ένα πρόσωπο) για να φανεί πως ο Κανελλόπουλος επωμίζεται και εκφράζει ποιητικά την τρέχουσα παθολογία.
           Είναι κρίμα ένας ποιητής που κατέχει τα στυλιστικά και σε εποχή ωριμότητας να θεματοποιεί μια κατά φαντασίαν το πιο πολύ μιζέρια και να έχει την αξίωση να δρέψει δάφνες για τον κόπο του. Για όσους δεν ξέρουν τα περιστατικά τους παραξενεύει η βιογραφία του που μόνο περθιωριακή δεν είναι. Για μας που τον ξέρουμε ως χαρακτήρα με παραφορές γίνεται καταγέλαστος παρακαλώντας ποιητικά μιαν αναγνώριση που του τη στερεί μονάχα η αστάθεια αρχών και η αεροβάμων ευθυξία του. Το βιβλίο κινδυνεύει να γίνει καταγέλαστο από τη μετωπική έκφραση των περιστατικών. Ίσως θα μπορούσε να το αποφύγει φτιάχνοντας ένα πρόσωπο σαν άλτερ έγκο όπου θα απέδιδε τα τεκαταινόμενα. Η επιθυμία του για παροντική δόξα και κλαυθμυρισμό δεν του το επέτρεψε. Έχει καιρό αν δεν κατατροπωθεί από τα γελάκια πίσω από την πλάτη του που θα τον συνοδεύουν και για ψυχανάλυση και για καινούριο βιβλίο.

Τρίτη 20 Ιουνίου 2017

Και τρουμπέτες και νταούλια, ό, τι θέλω παίζω

Επειδή κάποιοι παραστρατημένοι θα περάσετε κι αποδώ
ας πούμε μερικά πραγματάκια:

Με μια ήττα και δυο νίκες εγώ έδωσα τη μάχη για το
ήθος στην ποίηση όπως το νιώθω κι όπως το κληρονόμησα.
Εσείς τι κάνατε, εκτός από το να με μισείτε για το ότι
αντιστάθηκα σε αυτό που σας συντρίβει;

Το δεύτερο είναι πως σε ανθρώπους σαν εμένα δίνεις κάτι παραπάνω
κι εσείς με υποτιμήσατε. Τώρα έχω το μαχαίρι και το πεπόνι,
εκδίδω μόνος μου, όπως φαίνεται έχω ζήσει μια ζωή καλύτερη
από τη μίζερη που έχει ζήσει η πλειοψηφία σας, εχω βήματα να
πάρω το λόγο που δεν έλεγχετε και κυρίως δεν υπάρχει τίποτα,
αργομισθία, τιμές, απολαβές που να θέλω ή να μπορείτε
να μου δώσετε. Άσε δηλαδή που βλέπω τις μούρες σας
και σκέφτομαι πως για σας δεν θέλω να γράφω επ' ουδενί.

Θα πάμε σκληρά ως το τέλος, για όσους πεθάνουν πριν από μένα
θα τα γραφω και στην κηδεία τους για να μαθαίνει ο κόσμος
τι κουμάσια υπήρξαν και πως κατεβάσαν τη λογοτεχνία
στο ύψος τους, εξευτελιζοντας την καθημερινότητά της.

Εγώ είμαι ετυχισμένος για το πως ήρθαν τα πράγματα
ελπίζω κι εσείς. 
Και φιλική συμβουλή προς ομηλίκους και νεοτέρους:
Καλύτερα να μην αντιδράτε σε όσα γράφω όπως τα σοφά
τσογλάνια του 70 γιατί αλλιώς γίνεστε σκαλάκια στη φήμη μου.

Το να εξεγείρονται γραφικοί για τα αυτονόητα και να θέλουν
λογοκρισίες σε μια εποχή που εκτός παιδεραστίας και τρομοκρατίας
κάθε τι μπορεί να λεχθεί, είναι τουλάχιστον για γέλια.

Γι αυτό μη λέτε πολλά
γιατί το παρατήρητηριο του Ελσίνκι μας βλέπει.

Δευτέρα 6 Μαρτίου 2017

Η τετραπλή μορφή του τίποτα, Λεοπόλδο Μαρία Πανέρο




Έμαθα εγώ να βλέπω το μυστήριο του στίχου
που είναι το μυστήριο που μόνο του ονομάζεται
το αγκίστρι καμωμένο από το τίποτα
υποσχεμένο στο ψάρι του χρόνου
που το στόμα του χωρίς δόντια δείχνει την καταγωγή του ποιήματος
στο τίποτα που πλέει πριν από τη λέξη
και που είναι διάφορη από το τίποτα που το ποίημα τραγουδάει
κι επίσης από αυτό το τίποτα όπου εκπνέει το ποίημα:
τρεις είναι λοιπόν οι μορφές του τίποτα
όμοιες γουρούνια και χορεύοντας γύρω από το ποίημα
δίπλα στο σπίτι που ο άνεμος έχει σωριάσει
κι αλίμονο σε όποιον είπε ένα είναι το τίποτα
απέναντι στο σπίτι που ο άνεμος έχει σωριάσει:
γιατί οι λύκοι κυνηγάνε το ξημέρωμα των μορφών
αυτό το ξημέρωμα που θυμίζει το τίποτα
τριπλό το τίποτα και τριπλό το ποίημα
φαντασία γραπτή κι ανάγνωση
και σελίδες που πέφτουν δοξάζοντας το τίποτα
το τίποτα που δεν είναι κενό αλλά ευρυχωρία λέξεων
ψάρια σεξπηρικά που ξεψυχούνε στην ακτή
περιμένοντας εκεί μέσα στα ερείπια του κόσμου
τον κύριο με περικεφαλαία και σπαθί
τον κύριο χωρίς καρπό του τίποτα.
Μάρτυρας είναι το πτώμα του εδώ που ξεψυχάει το ποίημα
που τίποτα δεν έγραψε και δεν εγράφτηκε ποτέ
κι αυτή είναι η τετραπλή μορφή του τίποτα.

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

Ραούλ Γκόμεθ Χάττιν, ποιήματα

Τραγούδι Ειλικρινούς Αγάπης

Υπόσχομαι να μη σε αγαπήσω αιώνια,
ούτε πιστός να σου είμαι ως το θάνατο,
ούτε να περπατάμε κρατημένοι από το χέρι,
ούτε να σε γεμίσω ρόδα,
ούτε να σε φιλάω παθιασμένα πάντα.
Ορκίζομαι πως θα υπάρξουν θλίψεις,
προβλήματα και καυγάδες
και θα κοιτάξω άλλες γυναίκες,
εσύ θα κοιτάξεις άλλους άνδρες.
Ορκίζομαι πως δεν είσαι το παν μου
ούτε ο ουρανός μου, ούτε ο μοναδικός μου
λόγος για να ζω,
αν και φορές μου λείπεις.
Υπόσχομαι να μη σ' επιθυμώ για πάντα
θα κουραστώ κάποιες φορές από το σεξ σου
κι εσύ θα κουραστείς απ' το δικό μου
και τα μαλλιά σου σε κάποιες περιπτώσεις
θα γίνουν ενοχλητικά στο πρόσωπό μου.
Ορκίζομαι πως θα υπάρξουνε στιγμές
που θα νιώσουμε ένα μίσος αμοιβαίο
θα θέλουμε να τα τελειώσουμε όλα και
ίσως να τα τελειώσουμε
αλλά σου λέω ότι θ' αγαπηθούμε
θα φτιάξουμε, θα μοιραστούμε.
Τώρα θα με πιστέψεις πως σε αγαπώ;
*
Αυτό που είμαι

Στο κορμί αυτό
όπου η ζωή πια νυχτώνει
ζω εγώ.
Κοιλιά μαλακή και φαλακρό κεφάλι
Λίγα δόντια
Κι εγώ απομέσα
σαν καταδικασμένος
Βρίσκομαι μέσα κι είμαι ερωτευμένος
και είμαι γέρος.
Μετράω τον πόνο μου με την ποίηση
και το αποτέλεσμα είναι εξόχως πονεμένο
Φωνές που λένε: εδώ έρχονται οι αγωνίες σου.
Φωνές σπασμένες: πέρασαν πια οι μέρες σου.
Η ποίηση είναι η μοναδική συντρόφισσα
συνήθισε στα μαχαίρια της
γιατί είναι η μόνη.
*

Αυτή παραπονιέται

Θα μου άρεσε να είμαι άντρας
για να σε κατέχω.
Για να δίνω μπουνίδια σαν δείγμα τρυφερότητας
και πίστης.
Για να φοράω τις μπότες του επιστάτη
και να σε καβαλάω γυμνό.
Για να σε απειλώ μ' ένα περίστροφο.
Αλλά εγώ
Μια γυναίκα
Μια απλή γυναίκα
Τί μπορεί αξιομημόνευτο να κάνει
στην συνέχιση ενός έρωτα;
*
Αντίνοος


Μικρή, φτωχή, περιπλανώμενη ψυχή μου
Αδριανός

Είναι άνδρας θαυμαστός ο Ισπανός αφέντης μου ο Αυτοκράτορας
αλλά είναι τόσο τρομερός όσο ερωτικός και καλός
γιατί η εξουσία παρέχει μια γοητεία σχεδόν ανυπόφορη
Αν και στ' αλήθεια δεν έχω παράπονο κανένα
απ΄τον Αδριανό που είναι ο πιο σοφός απ' τους σοφούς
Γνωρίζει για τη γη μου ίσως περισσότερα απ΄ότι εγώ
Του θεούς της Ελλάδας καταλαβαίνει σαν Έλληνας
Καταλαβαίνει την παγκόσμια γνώση τόσο
όσο κανένας άλλος. Και με αγαπάει με τρέλα.
Ίδρυσε μια πόλη προς τιμήν μου
Φέρνω κάποιους λωτούς λιλά για τον κήπο μας
κι εγώ ο ίδιος έπιασα ένα πουλί του Νείλου
Δώρα είναι που του έφερα με την καρδιά μου όλη
Μακάρι να τα φυλάξει η μνήμη του του ερωτευμένου
Αν και μετά κάθε φορά αφού τα δίνω πονάω λίγο
είναι τόσα πολλά όσα δέχεται σε μια μέρα
Φορές νιώθω το φόβο να χάσω την αγάπη του
Προτιμώ να πνιγώ στο ποτάμι
που οι θεοί να σπλαχνιστούν τα δεκαεπτά μου χρόνια
Εγώ τόσο αμαθής κι εύθραυστος και μικρός
Έχω εραστή που είναι ο κυρίαρχος του κόσμου

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2017

Δημήτρης Καλοκύρης, νομίσματα και νενομισμένα

Ο Δημήτρης Καλοκύρης είναι κατ' εξοχήν ποιητής της απόβλεψης. Με την έννοια ότι χωρίς καμιά κλήση για ποιητής τοποθετείται από τις δευτερεύουσες εργασίες της σε μια στατιστική λογιότητας. Υπερεκτιμημένος την εποχή που διαθέτει λογοτεχνικό περιοδικό, πέφτει στη λήθη όταν το κλείνει, και παραμένει θολά ως ένας λογοτεχνικός μεταπράτης της ποίησης του Μπόρχες, την οποίαν μετέφρασε ψυχρά, αφυδατώνωντας το στυλιστικό αλάτι του πρωτοτύπου, από ποια γλώσσα δεν ξέρω, αλλά προσωπικά δεν τον άκουσα ποτέ δημοσίως. να λέει λέξη ισπανικά. Για τους αποτυχημένους υπάρχουν πάντα διοικητικές θέσεις στο λογοτεχνικό συνδικαλισμό. Και ως συνδικαλιστής εμφανίζεται τελευταία εξαργυρώνοντας την υποταγή εντύπων και προσώπων προς το έργο του που θέλει όλη την καλή θέληση να το αποδεχτούμε ως ποίηση ενδιαφέροντος. Η μπορχεσιανή του θητεία φαίνεται ότι υποβοήθησε τη σύνολη κατάρρευση της σταδιοδρομίας του, καθώς αδυνατώντας για μια ποιητική συνομιλία μαζί του, τρώει τον καιρό του σε ταλμουδικής υφής υποταγές, διυλίζοντας κώνωπες υποσημειώσεων, που είναι εξαντλητικά σχολιασμένες στον ισπανόφωνο κόσμο. Η περίπττωσή του πάει να γίνει παραδειγματική για την ανθεκτικότητα κάποιων προσώπων της γενιάς του, που στην έκτη δεκαετία της ζωής τους και βάλε, συνεχίζουν να μας απασχολούν πιάνοντας απλώς χώρο στη δημοσιότητα.

Ο Μπόρχες στην Ελλάδα

Δεν υπάρχει αντιπροσωπεία Μπόρχες στην Ελλάδα. Δεν είναι λακόστ ο Μπόρχες. Και κανείς μεταφραστής δεν θεμελιώνει ύπαρξη λογοτεχνική, όταν μάλιστα για κάποιους υπάρχει αμφιβολία αν έκαναν τον κόπο να μάθουν τη γλώσσα του πρωτοτύπου του Μπόρχες για να μεταφράσουν, με τη μετάφραση του έργου του Μπόρχες. Αν υπάρχει ένα μάθημα του Μπόρχες είναι να ακολουθούμε τις εμμονές μας κι όχι τις δικές του. Αυτό δεν απαγορεύει σε ένα μικρό ταλέντο να καταρρέει λογοτεχνικά ως μίμος των εμμονών του Μπόρχες, αλλά θα κριθεί ακριβώς ως αυτό που είναι: μίμος των εμμονών του Μπόρχες. Ως την επόμενη στροφή της σκάλας που μια γενιά ισπανομαθών και τρεφομένων από πρωτότυπες πηγές θα φροντίσει για την κράτηση και διάδοση του έργου του, ρίχνοντας στη λήθη τους μιμητές του.

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017

Σύνδρομο Σαλιέρι


Λέγεται το σύνδρομο που παρουσιάζει ένας καλλιτέχνης που έχει κατώτερο ταλέντο από κάποιον άλλο, αλλά περισσότερες προσβάσεις στη δημοσιότητα. Έγινε χοντρικά γνωστό από την ταινία του Μίλος Φόρμαν Αμαντέους, και συμπλέει με το φαρισαϊσμό, αυτό που λέει το ευαγγέλιο, ότι ούτε εσείς μπορείτε να περάσετε στη βασιλεία, αλλά ούτε τους άλλους αφήνετε, μόνο κρατάτε την πόρτα. Το ΄σύνδρομο Σαλιέρι, απελευθερώνει το έτερον σκέλος της αμφιθυμίας που είναι ο φθόνος μετά τη δεκαετία του 70 όταν η θέση στη δημοσιότητα γίνεται βασικό κριτήριο υποκατάστασης της αξίας εν τέχνη.
Υ.Γ. Από Σύνδρομο Σαλιέρι εν Ελλάδι κατατρύχεται η πλειοψηφία των εχόντων περιοδικό, πολλών εκδοτών, των ανθολόγων, των πολιτιστικών δημοσιογράφων, και όλων εκείνων που θέλουν να χρησιμοποιήσουν την τέχνη ως χώρο άντλησης εξουσίας.

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

Η Μπαλάντα του Διαδοσία

Ο Δημήτρης διέδιδε, αλήθεια ψέματα το ίδιο μου κάνει
πως ο Τάσος εγάμουνε την Έλσα του Γιάννη.

Ο Δημήτρης είπε και σ' αυτά ποιός τον πιάνει
πως ο Τάσος εγάμουνε την Έλσα του Γιάννη.

Ο Δημήτρης, κι όλους ένα τρελάδικο μαζί δε σας φτάνει
πως ο Τάσος εγάμουνε την Έλσα του Γιάννη

Ο Δημήτρης ο γλίτσας το είπε, το μεγάλο τσογλάνι
πως ο Τάσος εγάμουνε την Έλσα του Γιάννη.

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

Η Μπαλάντα του Σκληρού Τέλους

Στον καθένα επιφυλάσσεται μια μοίρα
πολύ μου η μνήμη για να μην μυθοποιήσω
και πολλές βιογραφίες, ας πούμε ο Γκότφριντ Μπένν.
Μην περιμένετε λοιπόν μνησικακίες κι Ελλάδα
σου έδωσα και μου χρωστάς κι εκείνων
που ξόδεψαν τη ζωή τους όχι για ένα μονογυάλι
αλλά για μια συνέντευξη σε αδερφίστικη φυλλάδα
μάταιη κι αυτή μες στης αγοράς το έλος
σκληρά θα πάμε, μάγκες , ως το τέλος

Γράφατε μαλακίες ο κάθενας σας και τώρα
έχετε φόβο γιατί το αρχείο η μνήμη μου ξερνάει
τις ξιπασιές του ενός και τις δουλείες του άλλου
το λιπαρό προσκύνημα εκεί που φτύνατε προχτές
κι ακόμα το πουλημένο της μάνας σας το κλάμα
που σας έφερνε στον κόσμο κι όλα για μια στάλα
δημοσιότητα με λόγια από μικρούς μετρίους  μεγάλα
που έχει τη λήθη σίγουρη για έσχατό της βέλος
σκληρά θα πάμε μάγκες ως το τέλος

Το δηλητήριο που θέλατε για τη ζωή μου
το έκανε όλο η αγάπη σθένος και συγγνώμη, ευχαριστώ,
τέτοια ήταν η δυσκολία του καιρού μου
και μια ρωγμή του χρόνου στην ποίηση για να μπω
που θα κριθούμε όλοι για τις λέξεις μας εντέλει
κι όχι ο κάθε φαρισαίος και η πόρτα όπου κρατώ
χωρίς καταλλαγή και με τα συγχωρήσεως στην αλητεία
που αλητεία μένει πάντα στο άλλο σκέλος
σκληρά θα πάμε, μάγκες, ως το τέλος.

Τιμή δεν έχει για ν' αγοραστεί εκείνο που είναι αργά
πολύ αργά για να αγοράσει η γνώμη οπότε
ρολάκι να την κάνετε και να τη χώσετε στον κώλο
στης αγοράς αυτής το έλος ως το έσχατο βέλος
 στο άλλο σας το που πουλιέται το σκέλος
σκληρά θα πάμε, μάγκες, ως το τέλος.



Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

Πέτρες

Πήγε ασβέστη στο εργοστάσιο γάλακτος και να πληρωθεί μάλλον, άργησε πολύ. Πέρασα απέναντι που ήταν γεμάτο αγκωνάρια λευκά γιατί κάνανε κανάλι για το φράγμα. Με πήρε το λευκό της πέτρας κι άντε παρακάτω και παρακάτω πήδαγα από αγκωνάρι σε αγκωνάρι, ένα λευκό πράγμα που στα νερά της πέτρας απελευθέρωνε αγάλματα. Ένα σύνδρομο Σταντάλ, που θα μπορούσε να λέγεται ακριβέστερα σύνδρομο Μπουοναρότι στη Καράρα. Με παρέσυραν οι πέτρες σαν ακίνητο νερό δυο χιλιόμετρα θα ήτανε από τη δημοσιά προς τη θάλασσα ώσπου το απόγευμα που έπεφτε κι ένα κρύο αεράκι μου θύμισαν πως ήμουν πολύ μακριά από εκεί που με άφησε ο πατέρας. Γύρισα, έψαξα το φορτηγό, κανείς. Αχ πέτρες τι μου κάνατε. Μα έπρεπε, πριν τις φάω, να γυρίσω πρώτα. Περίμενα το αστικό, τους ήξερα όλους, οδηγούς και εισπράκτορες και με ξέρανε κι έκανα σήμα με το χέρι. Το λεωφορείο σταμάτησε με πήρε κι ήθελα να επιταχυνθεί ο χρόνος και να φτάσω πίσω κι έσπρωχνα με το μυαλό μου και φανταζόμουν τα χειρότερα. Πότε έφτασα στο σπίτι δεν το θυμάμαι. Αλλά ούτε ξύλο, ούτε τίποτα. Κάτι είχα κερδίσει, αλλά δεν ήξερα τι. Χρόνια αργότερα σε μιαν αίθουσα μουσείου στη Φλωρεντία αναγνώρισα μια από εκείνες τις πέτρες. Ήταν το κορμί ενός σκλάβου που έσπρωχνε την αμορφία του μαρμάρου και μου ελευθέρωνε τα παιδικά χρόνια.

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2017

Mexican Blanket Ballad


¨Ηταν πολύ εύκολο, τριάντα ανάβουμε κεράκια,
ήταν πολύ εύκολο να με πουλήσει κάποιος
τα φορτηγά πετάγαν κουραμάνα από ψηλά κι έτρεχε
ο καθένας κατά την αντοχή στη λάσπη του καιρού
να πάρει χωρίς να βλέπει που πατάει, μα εγώ
ήμουν αυτό το πατάει, αγάπα το κελί σου τρώγε
το φαί σου διάβαζε πολύ, κι έγραφα κιόλας
Mexican blanket get some sleep
in the morning I'll thank you with a kisss

κι ήτανε ακόμα και γυναίκες, φίλε μου
που προτιμούσαν από τη δόξα το καυλί
και δεν μπορούσα να καταδεχτώ σαν ποιητής
αυτό που δεν μπορούσα να έχω άντρας και
μάλλον έδινα εφευρετικές τις απαντήσεις
στο αρχαίο ερώτημα τί έχει ένα κορίτσι
που την κάνει γυναίκα και να την ποθείς
Mexican blanket get some sleep
in the morning I'ill thank you with a kisss

και μιας και ο χρόνος περνάει κατά την έγνοια σου
ήμουν ένας ευτυχισμένος λούζερ και
επιπλέον είχα κάθαρη συνείδηση του πράγματος
τόσο που να το εννοώ, ότι σ'αυτόν τον τόπο
που όλοι κλαίγονται πως πήρανε πιο λίγα
απόσο άξιζαν εγώ να τους δικαιολογώ και
μια που έγραφα πήρα όσο άξιζα και πιο πολλά
Mexican blanket get some sleep
in the morning I'll thank you with a kisss

κι ας είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου
κατεστραμμένα από τη δημοσιότητα κι από
μάταιους ερεθισμούς του πλήθους που έφερνε
εννιά φορές σε μάζα και μιά σε κοινό και
είδα τα νούμερα της εξαγοράς των ψυχών
ενώ αγαπούσα αλλού κι αποκεί έφερνα
λέξεις αποσπασμένες τρυφερά από φιλιά
Mexican blanket get some sleep
in the morning I'll thank you with a kisss

από τα αστέρι μου που βγάζει και μια ευτυχία
λέω πως είναι από Θεού στο κάθε αντίξοο και
εορτάζω τριάντα χρόνια εντός λογοτεχνίας και
σαν οίστρος στη μεγάλη γελάδα της αγοράς
με γραφή, με έρωτα, σιωπή παιδιά και σθένος
να σπρώχνω κάτι λέξεις ομορφιάς στο χρόνο
σε πείσμα εκείνων που τους νίκησε το δεν υπάρχει της
Mexican blanket get some sleep
in the morning I'll thank you with a kisss



Σημ.
Mexican blanket get some sleep
in the morning I'll thank you with a kisss,
του Τέρρυ Παπαντίνα

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017

Με κάθε τρόπο

Το πιο σημαντικό είναι το φως επειδή όλοι τις νύχτες το ξεχνάνε. Σημαντικό λοιπόν είναι το ποίημα που δεν θυμάται πως γράφτηκε. Σημαντική είναι η φράση που ξεχνάς που τη διάβασες. Σημαντική είναι η ανάγνωση όταν ξεχνιέσαι πως είναι ανάγνωση. Ο θόρυβος του μέσου της μετάδοσης είναι για χρόνια το ίδιο μονότονο μήνυμα. Χωρίς ιμάντα ελεγχόμενου θορύβου τουλάχιστον στο χρόνο της παραγωγής, δεν θα κάμεις τίποτα Τίμο. Τα Ρόδα Θαλάμου σάπισαν στα εκδοτήρια των Αθηνών. Κι η ποίηση σαπίζει καθημερινά στους ιμάντες της μετάδοσής της. Γαμείστε τους ιμάντες μετάδοσης με κάθε τρόπο. Για να υπάρχει μια ελπίδα να ακούσετε τη φωνή σας πριν γίνει θόρυβος.

Σκαλί


Έγινες σαν τους παλαιούς κι εσύ.
Μια ευτυχία παρόντος με φίλους
στη δωδεκαετή πόλη των παιδικών χρόνων
που σου επιτρέπουν
να μην είσαι πια φιλοξενούμενος
και να το παίρνει χαμπάρι ως και το γκαρσόνι
από το φιλοδώρημα και σύννεφα μεγάλα
για να ξέρεις από που κατάγονται
αυτά τα τα σχέδια ενός παιδιού
φανατικού που λεν για γράμματα
από την ανοιχτή πόρτα της αύλειας τουαλέτας.
Και σαν τους παλαιούς κι εσύ ως να
να φανεί πάλι εκείνη η αίθουσα
όπου η ευτυχία κοίμησε τα νεογνά των πόνων
κι όταν αρχίσουνε τα νη πα βου του τραγουδιού
όπως ο Νεράτζης κάποτε στου Άη Θανάση το ψαλτήρι
βγαίνουν τα μάρμαρα των τάφων
εκείνα που μονάχα το δάκρυο τα λευκαίνει
και σου βαθαίνουν τη φωνή ως τα μωβάκια.
Γιατί το πεπρωμένο από τα άσημα του βίου
στους καιρούς της ευτυχίας είναι αυτό:
να είσαι ένα είδος τελευταίου των ημερών
που να κρατάει σε στεφάνια επιταφίων και φωνής
όσο από τον πόνο του αναλογεί στον κόσμο.

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2017

Τετράστιχο με δάνειους τους πρώτους στίχους από το Γεράσιμο Ευαγγελάτο.

" Αν σ’ αγαπούν να μάθουν να το λένε
κι αν δε στο πουν να μάθεις να το κλέβεις"
Έτσι έχω ζήσει ως τώρα, πως το λένε,
κι έχω τσακίσει ανθρώπους ως να επέμβεις.

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2017

Συνέπειες

Δεν είναι το διεκδικούμενο της αφορμής, είναι η βαθύτερη πρόθεση. Γιατί αυτός που έχει αλήτικες συμπεριφορές, έχει στόχο βαθύτερο από αυτό που προσπορίζεται ως αντικείμενο ή ως κύρος. Αυτό που κατά βάθος θέλει η στεγνωμένη ψυχή του είναι να σου δηλητηριάσει την καλή προαίρεση της προσέγγισης με τους ανθρώπους. Και για αυτό και μόνο όσο και να τον ξεσκίσεις λίγο του είναι. Διότι οι δηλητηριασταί της καλής προαίρεσης των ανθρωπίνων προσεγγίσεων, ξεσκίζονται με κάθε τρόπο.

Κότες και κοτόπουλα

Μέχρι να έρθουν οι κέδροι και οι ίκαροι να μας σφαχτούν στην ποδιά, όταν δίνουμε συνέντευξη, δεν αφήνουμε τα κωλόπαιδα να κάνουν μόνο υπεραξία δημοσιότητας, παίρνουμε το λόγο και λέμε ευχαριστώ και στον εκδότη μας, γιατί δεν ξέρουμε ποιοί άλλοι δεν πληρώνονται για να βγάζουμε το αριστουργημά μας δωρέαν και αν είμαστε και από το μπάχο καζακλάρ και την άλτα τσαρίτσανη που η ντοπιολαλιά έχει ευχαριστώ δανεικό, το λέμε δυο φορές γιατί οι κέρδροι και ίκαροι μας παρατηρούν που είμαστε ανευχαρίστηγοι και δεν θα έρθουν ποτέ και περιπλέον αφήνουμε να φαίνεται το είχε στον κώλο μαύρα φτερά της φιλοδοξίας μας που είναι τοοοση σαν σοκολάτα γάλακτος του δεκάρικου που έτρωγαν οι άλλοι και μας έμειναν τα σάλια. Άντε μανάμ και το μάθημα όπως το κρασί στη γιορτή στο δαφνί δωρεάν.

Θέσαρ Βαγιέχο, Ποιήματα

Επεξήγησις

Εγώ γεννήθηκα μια μέρα
που ο Θεός ήτανε άρρωστος.
Όλοι ξέρουν πως ζω
και πως είμαι κακός, και δεν ξέρουν
για το Δεκέμβρη αυτού του Γενάρη.
Εγώ γεννήθηκα μια μέρα
που ο Θεός ήτανε άρρωστος.
Υπάρχει ένα κενό
στο μεταφυσικό μου αέρα
που κανείς δεν πρέπει ν' αγγίξει:
το κλείστρο μιας σιωπής
που μίλησε με τη φωτιά.
Εγώ γεννήθηκα μια μέρα
που ο Θεός ήτανε άρρωστος.
Αδελφέ, άκου, άκου...
Καλά. Και δεν θα φύγω
χωρίς να πάρω Δεκέμβρηδες
χωρίς ν΄αφήσω Γενάρηδες.
Λοιπόν εγώ γεννήθηκα μια μέρα
που ο Θεός ήτανε άρρωστος.
¨Όλοι ξέρουν πως ζω
πως μασάω... και δεν ξέρουν
γιατί στο στίχο μου τρίζουν,
σκοτεινή ανοστιά από φέρετρο,
κουρέλια άνεμοι
ξετυλιγμένοι από τη Σφίγγα
την ερωτώσα της Ερήμου.
Όλοι ξέρουν... Και δεν ξέρουν
πως το Φως είν' φθισικό
και η Σκιά χοντρή...
Και δεν ξέρουν πως το μυστήριο συνθέτει...
πως είναι αυτό η καμπούρα
μουσική και θλιμμένη που από απόσταση αναγγέλει
το βήμα το μεσημβρινό από τα όρια στα Όρια.
Εγώ γεννήθηκα μια μέρα
που ο Θεός ήτανε άρρωστος
βαρειά.

Ύψος και Μαλλιά

Ποιός δεν έχει το γαλάζιο ρούχο του;
Ποιός δεν κολατσίζει και δεν παίρνει το τραμ,
με το τσιγάρο του εξασφαλισμένο και τον πόνο του τσέπης;
Εγώ που τόσο μόνος γεννήθηκα!
Εγώ που τόσο μόνος γεννήθηκα!

Ποιός δεν γράφει ένα γράμμα;
Ποιός δε μιλάει για ένα θέμα πολύ ενδιαφέρον,
πεθαίνοντας από συνήθεια και κλαίγοντας εξ ακοής;
Εγώ που μοναχά γεννήθηκα!
Εγώ που μοναχά γεννήθηκα!
Ποιός δεν ονομάζεται Κάρλος ή οτιδήποτε άλλο πράγμα;
Ποιός στο γάτο δε λέει, γάτε γάτε;
Αχ, εγώ που μόνος γεννήθηκα μονάχα!
Αχ, εγώ που μόνος γεννήθηκα μονάχα!

Η Βία των ωρών

Όλοι έχουν πεθάνει.
Πέθανε η δόνια Αντόνια,ασθματική, που έκανε φτηνό ψωμί στον οικισμό.
Πέθανε ο Σαντιάγο, ο παπάς, που τον ηδόνιζε να τον χαιρετάνε οι νέοι κι οι κοπελιές, απαντώντας σε όλους, αδιάκριτα, "Καλημέρα Χοσέ!", "Καλημέρα "Μαρία".
Πέθανε εκείνη η νεαρή ξανθή, Καρλότα, αφήνοντας ένα αγοράκι μηνών, που κι αυτό πέθανε μετά οχτώ ημέρες απ 'τη μάνα του.
Πέθανε η θεία μου Αλμπίνα, που είχε συνήθειο να τραγουδάει παλιούς σκοπούς, ενώ έραβε στους διαδρόμους, για την Ισιδόρα,
την υπηρέτρια, την εντιμότατη γυναίκα.
Πέθανε ένας γερός μονόφθαλμος, όνομα δε θυμάμαι, αλλά κοιμότανε στον ήλιο του πρωινού, μπροστά στην πόρτα του τενεκετζή στη γωνία.
Πέθανε ο Ράγιο, σκυλί στο ύψος μου, πληγωμένος από σφαίρα ποιος ξέρει ποιανού.
Πέθανε ο Λούκας, ο κουνιάδος μου στην ειρήνη από τις ζώνες, που τον θυμάμαι όταν βρέχει και δεν υπάρχει κανείς μες στο μυαλό μου.
Πέθανε στο περίστροφό μου η μάνα μου, στη γροθιά μου η αδελφή κι ο αδελφός στα σπλάχνα μου τα ματωμένα, κι οι τρεις δεμένοι από ένα θλιμμένο γένος θλίψης, τον Αύγουστο από χρόνια συνεχόμενα.
Πέθανε ο μουσικός Μέντες, ψηλός και πολύ μεθυσμένος, που έκανε στο κλαρίνο του σολφέζ από τοκάτες μελαγχολικές, που στο άκουσμά τους οι κότες της γειτονιάς αποκοιμιούνταν, πολύ πριν ο ήλιος πέσει.
Πέθανε η αιώνιότητά μου και την ξενυχτάω.


Αγάπη

Κανείς δεν ήρθε να ρωτήσει σήμερα,
και τίποτα δεν μου ζητήσαν το απόγευμα.
Δεν είδα κάν ένα λουλούδι του κοιμητηρίου
στην τόσο χαρωπή λιτανεία των φώτων.
Συχώρα με , Κύριε: τί λίγο έχω πεθάνει!
Αυτό το απόγευμα όλοι, όλοι περνούν
δίχως να με ρωτούν ή να ζητάνε τίποτα.
Και δεν ξέρω τί ξεχνούν κι απομένει
κακό στα χέρια μου, σαν ξένο πράγμα.
Βγήκα στην πόρτα
και μου 'ρχεται να κραυγάσω σε όλους:
αν τους λείπει κάτι, εδώ απομένει!
Γιατί όλης αυτής της ζωής τα απογεύματα
δεν ξέρω με τι πόρτες χτυπάν ένα πρόσωπο,
και κάτι ξένο πιάνει την ψυχή μου.
Κανείς δεν ήρθε σήμερα,
και σήμερα τί λίγο έχω πεθάνει αυτό το απόγευμα.


Λίστα Μισθοδοσίας Οστών

Εζητείτο με φωνές μεγάλες:
- Να δείξετε τα δυο σας χέρια ταυτοχρόνως.
Και αυτό δεν κατέστη δυνατόν.

- Να σας πάρουν, ενώ κλαίτε το μέγεθος των βημάτων σας.
Και αυτό δεν κατέστη δυνατόν.
-Να σκεφτείτε μια σκέψη μοναδική,
στη διάρκεια που ένα μηδέν παραμένει άχρηστο.
Και αυτό δεν κατέστη δυνατόν.
-Να κάνετε μια τρέλα.
Και αυτό δεν κατέστη δυνατόν.
- Να εισέλθει αυτός και άλλος άντρας όμοιος με αυτόν,
να παρεμβληθεί ένα πλήθος ανδρών όπως αυτός.
Και αυτό δεν κατέστη δυνατόν
-Να σας συγκρίνουν με τον εαυτό σας τον ίδιο.
Και αυτό δεν κατέστη δυνατόν.
-Να σας ονομάσουν, τελικώς, με το όνομά σας.
Και αυτό δεν κατέστη δυνατόν.
Μετ. Β.Λ.


Χουάν Χέλμαν, Ποιήματα

ALOUETTE

Ευλογημένο το χέρι που θα μου έβγαζε τα μάτια
για να μη βλέπω παρά μόνο εσένα.
Κι αν μου κόβαν τη γλώσσα, η σιωπή της
θα τραγουδούσε γεμάτη από σένα.
Κι αν μου κόβαν τα χέρια, η μνήμη τους
θα ήξερε να χαϊδέψει εσένα
Κι αν μου κόβαν τα πόδια, το κενό τους
θα με έφερνε μέχρις εσένα.
Κι αν μετά με σκοτώναν
ακόμη θα έμενε όλος μου ο πόνος για σένα.


Επιτάφιος

Ένα πουλί ζούσε σε μένα.
Ένα άνθος ταξίδευε στο αίμα μου.
Και η καρδιά μου ένα βιολί.
Αγάπησα ή δεν αγάπησα. Μα φορές
μ' αγαπήσαν. Κι εμένα επίσης
με χαροποιούσαν η άνοιξη
τα ενωμένα χέρια, η ευτυχία.
( Λέω πως του ανθρώπου του πρέπει!)
( Ενθάδε κείται ένα πουλί.
Ένα άνθος
Ένα βιολί).

Πόλεις

Χτύπησε δύο το ρολόι, ο Καβάφης
έφυγε από την πόλη
για μια καλύτερη με παλμό. Οι θεοί
σκέφτονται την Ιθάκη και
δεν γνωρίζουν το παρόν
δεν βγαίνουνε στο δρόμο.
Τέλειωσε η ράθυμη περιφορά
της δέσμης των υακίνθων, η
ανησυχία για τους ωραίους έλληνες.
Οι τόποι κρύβουν το ερείπιό τους
κάτω από σύννεφα που θυμίζουν ακόμα
σώματα πλασμένα από τον Έρωτα
στην είσοδο ενός μπαρ.
Κρεβάτια ταπεινά, γράμματα
από σαπφείρινο μαβί στις συμβουλές
μίας παράστασης κενής.
Τα σβησμένα κεριά θυμίζουν
τη φλόγα τους για πρώτη φορά. Αυτός
δεν ήθελε να τα βλέπει με το δέρμα ξοδεμένο.
Αχ, Καβάφη Καβάφη ψάχνοντας
τα παράθυρα της έκπληξης, τα μέλη
μιας αγωνίας ανθισμένης.

Βάθη και Μυστικά

Το ποίημα έρχεται από
πιο κάτω απ΄τη ζωή.
Οι γείτονες το ξέρουν
πως ο δημιουργός έχει όλη την ευθύνη
από ζώα που κανείς δεν είδε,
απ΄την ομίχλη που έρχεται.
Υφαίνει το κενό, τα μαθήματα
ιστορίας του έκαναν κακό,
δεν είχαν αστραπές.
Οι άνθρωποι που ουρλιάζουν κι αφήνονται
να φαγωθούν από ανθρώπους που ουρλιάζουν
του προκαλούν ντροπή. Αυτός σκάβει
το χρόνο όπως εκείνος που
διστάζει σε ξεχασμένα τέρατα.
Το χαλάζι που έπεσε στην πόλη
έχει κομμάτια του πλανήτη
που του πάγωνε την καρδιά.

Αποκλίσεις

Μια λέξη οποιαδήποτε
δεν είναι μια λέξη οποιαδήποτε
δεν μοιάζει με το σώμα που την είπε,
δεν έχει χέρια, πόδια ούτε αγαπάει
σαν θνητός. Ό, τι ονομάζει
έχει θάλασσες που πάνε μακριά.
Στο σπίτι της όλοι μπορούν να μπουν
κι ο χρόνος της δεν σταματάει
σε κάθε στόμα. Προσμένει
ταξίδια στο σκοτεινό νερό που
έχει το όνομά σου.

Το παιχνίδι όπου προχωράμε

Αν μου δίναν να διαλέξω, εγώ θα διάλεγα
την υγεία αυτή να ξέρω πως είμαστε πολύ άρρωστοι,
τη χάρη αυτή να προχωράμε τόσο δυστυχείς
Αν μου δίναν να διαλέξω, εγώ θα διάλεγα
την αθωότητα αυτή του να μην είμαι αθώος
την καθαρότητα αυτή όπου βαδίζω σαν ακάθαρτος
Αν μου δίναν να διαλέξω, εγώ θα διάλεγα
την αγάπη αυτή που μ' αυτήν μισώ
την ελπίδα αυτή που τρώει ψωμιά απελπισμένα.
Εδώ συμβαίνει, κύριοι
πως παίζω με το θάνατο.


 Μετ. Β.Λ.