Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

Λίθοι Πλίνθοι...

Να μην είχαμε και ορθογράφους στο ιστολόγιο, μια χαρά θα ήταν

Στο Λιτόχωρο, όταν με άφησαν οι πενταετείς να τραβήξω κι εγώ το μάκτρο στο κανόνι, είδα στη βάση του που έγραφε Κρούπς, αυτά τα διάβαζα στα μυθιστορήματα και τις ιστορίες του ναζισμού...τελος πάντων ο Γερμανός που επέβλεπε την αγορά και όπως έλεγαν έκανε και κατασκοπεία δίνοντας πληροφορίες για την κατάσταση των αρμάτων και στους Τούρκους απέναντι, ήρθε ένα πρωί, να αγοράσουμε λέει κάτι εργαλεία που μετρούσαν τάση ερπύστριας... μόνο που τα σαίνια είχαν μάθει πως η σωστή τάση ερπύστριας ήταν όση και το φίλτρο του Μάρλμπορο.
Το είπαν και στο Φάσαρη, το διοικητή, αν θυμάμαι καλά, οπότε κι αυτός να κάνει οικονομία αλλά να μην το μάθει ο Γερμανός. Πήραν την τάση ερπύστριας με τα φίλτρα του Μάλμπορο κρυφά κι άφησαν το Γερμανό κάγκελο να ψάχνει πως τα Λέοπαρντ μετα από τόσο σκληρή χρήση στις ασκήσεις δεν έχαναν τάση ερπύστριας.


Μαστροπαναγιωτόπουλος, ιατρός, μικροβιολόγος, πέθανε από καρκίνο στο συκώτι, έλεγαν, το 70 θα ήταν, 71... Το ιατρείο του στην πολυκατοικία την καινούρια που έριχνε το μπρεν. Οι συγγραφείς στην Ηλεία ζωντανοί περισσεύουν και νεκροί λείπουν. Σπάρτα και ροδοδάφνες και κρίνα της άμμου και αληταράδες στα καφενεία στις στροφές που κοιτάνε... ζωντανά μόνο τα καντηλάκια στα βραδινά που διασχίζεις κοιμητήρια.


Θυμήθηκα το Χατζιδάκι, που έλεγε ότι τρώμε φάπες που μας θυμίζουν ότι δεν είμαστε αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε... Διότι αυτό που πέφτει στο χάσμα της σιωπής των λαλίστατων δημόσιων αγορητών, που περιμένουν στην ποδοσφαιρική λογική τους υλικό για το υπέρ ή κατά της ομάδας που διάλεξαν, αυτό που αχοφαίνεται να ανάβει μια στιγμή και να χάνεται είναι ακριβώς αυτό το ποιοί θέλουμε να είμαστε και κυρίως τι είμαστε διατεθειμένοι να δώσουμε για να είμαστε. Όχι για το τι αποφασίζουν να μας πάρουν, αλλά για το τι να δώσουμε. Κι εκεί φαίνεται η καταστροφή της κοινωνίας. Κοινωνία σαλταδόρων που όταν δεν κατέχεται από ξένους, σαλτάρει πάνω στα δικά της.
Δεν υπάρχει άλλος δάσκαλος από τον πόνο καί σύντομα οι Έλληνες θα πρέπει να αποδείξουμε αν πόνεσαμε αρκετά, καθώς το πέπλο του διεφθαρμένου πολιτικού προσωπικού, που δείχνει να μην πόνεσε καθόλου, έχει αποσυρθεί στην αντιπολίτευση,
τουλάχιστον εικονικά, γιατί υπάρχει κι αυτό που συνεχίζει και στη νέα Κυβέρνηση.
Γιατί σύντομα ο κάθένας θα ρισκάρει να δώσει ανάλογα με τον πόνο του τα τελευταία αυτά χρόνια. Η Ελληνική κοινωνία, όπου δεν μηδενίστηκε από την κρίση, συνεχίζει σπάταλη και εκτός οικονομίας. Τη στιγμή που οι Δανοί συνεχίζουν κι αυτοί για πέμπτη χρονιά το σιωπηλό μποικοτάζ τους στα γερμανικά προϊόντα...



Ο μπαξές έχει απόλα, και αναλυτές που κάνουν κωλοτούμπες όταν το χρηματιστήριο ανεβαίνει, γιατί το μυαλό τους δεν έχει καταλάβει ότι οικονομική επιστήμη δεν υπάρχει, λογιστική υπάρχει, και ότι οι πολιτικές αποφάσεις κάνουν έγκυρη ή όχι μια οικονομική θεωρία, αλλά το κλου είναι ο θιγμένος πεθερός στην εφημερίδα των μονοπύθμενων και θιγμένων γενικώς, που είσαι Φωφώ Βασιλακάκη, που όλα τα σφάζουν όλα τα μαχαιρώνουν ακόμα και τις τρολιές... Ας τους θυμίσουμε λοιπόν τι είπε ο Γέρος στην κα Βλάχου όταν του είπε: Κι εσείς στο πεζοδρόμιο; Ο Γέρος απάντησε: Μα που αλλού θα μπορούσα να σας συναντήσω, μαντάμ. Ο ψυχαναγκασμός εις συμμόρφωσιν φαντάσματος αστού είναι η μέγιστη χωριατίλα...

Εμίλ Σιοράν
Να δυσπιστείτε σ'όσους γυρίζουν την πλάτη στον έρωτα, στη φιλοδοξία στην κοινωνία.
Θα εκδικηθούν που παραιτήθηκαν απ' αυτό.
***
Σαίξπηρ: ραντεβού ανάμεσα σε ένα τριαντάφυλλο κι ένα τσεκούρι.
***
Καλλιέργουν τον αφορισμό μόνο αυτοί που έχουν γνωρίσει το φόβο ανάμεσα στις λέξεις. Αυτό το φόβο να καταρρεύσεις από όλες τις λέξεις.
***
Κάθε σκέψη θα έπρεπε να θυμίζει το ερείπιο ενός χαμόγελου.
μετ. Β.Λ.


Το πιο καλό άσμα που είναι του Σολομώντα
Η Νύφη
Φίλα με απ’ τα φιλιά που έχεις στο στόμα, τα στήθη ωραία πιο κι απ’ το κρασί
η οσμή απ’ τα μύρα σου πιο κι από τ’ αρώματα όλα, και τ’ όνομά σου μύρο χυμένο,
σ’ αγάπησαν γι αυτό οι νεαρές, σε προσέλκυσαν. Πίσω από την οσμή των μύρων σου θα τρέξουμε. Μ’ έβαλε στα ιδιαίτερά του ο Βασιλιάς, μ’ εσένα θα χαρούμε θ’ απολαύσουμε.
τα στήθη σου θ’ αγαπήσουμε πιο κι απ’ το κρασί . όσοι έχουν ευθύτητα σ’ αγάπησαν.
Μελαχροινή είμαι κι ωραία, κόρες του Ισραήλ, σαν του Κεδάρ τ’ αντίσκηνα, σαν τα δερμάτινα του Σολωμόντα.
Μη βλέπετε που μαύρισα, με παραπήρε ο ήλιος. Της μάνας μου οι γιοί μου έκαναν μάχη, φύλακα μ’ έβαλαν στ’ αμπέλια. Το αμπελάκι το δικό μου δεν το φύλαξα. Μήνυμα στείλε μου εσύ που αγάπησε η ψυχή μου, που έχεις τα πρόβατα, που ξαπλώνεις μεσημέρι, μην έρθω κάποτε περαστική ζητώντας σε ανάμεσα στων φίλων σου κοπάδια.
Ο Νυμφίος
Αν δεν γνωρίζεις το ποια είσαι, η ωραία μέσα στις γυναίκες, βγες πίσω από των κοπαδιών τις φτέρνες και φύλαξε τα κατσίκια σου κοντά στις σκηνές των βοσκών. Με τη φοράδα μου ζεμένη στο άρμα του Φαραώ όμοια σε έκανα, εσύ οικεία μου.
Ομόρφηνε το σαγονάκι σου σαν της τρυγόνας κι ο τράχηλός σου


Ο έλληνας ψηφοφόρος μετα τις εκλογές μιλάει όπως όταν είναι καθισμένος
στην άκρη του κρεβατιού μετά το σεχ: ή καυχιέται ή κλαίγεται...


Οι ντράιβερ
Ντάιβερ λέγεται στους υπολογιστές ένα πρόγραμμα λογισμικού που κάνει συμβατή μια συσκευή με το λειτουργικό του συστήμα. Οι ντάιβερς στα υπουργεία είναι μόνιμοι, πολλοί είναι εκεί από την εποχή της πρώτης κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου και περιμένουν να γραδάρουν και να εκμαυλίσουν τους νέους Υπουργούς. Έχουν διαπαιδαγωγήσει γενιές για τις κόκκινες γραμμές τους και έχουν ρίξει κυβερνήσεις με τις λευκές απεργίες τους. Βρίσκονται συνήθως στον ίδιο όροφο με τον υπουργο, ή δύο τρεις ορόφους πιο κάτω. Μην τους υποτιμάτε καθόλου γιατί είναι τέτοιες κατασαρίδες που θα επιβίωναν και με Τουρκική Κυβέρνηση. Αυτοί είναι ο εσωτερικός εχθρός που έχει να αντιμετωπίσει κάθε υπουργός καθώς πολύ σύντομα θα ανακαλύπτει πως δεν έχει τρόπο να απαλλαγεί. Αυτοί θα του μάθουν τις μαγκιές στο πρωτόκολλο, θα του βρουν γκόμενα αν είναι γυναιμανής θα δίνουν ραπόρτο στους δημοσιογράφους αν βάζει τους όρχεις του δεξιά ή αριστερα στο πανταλόνι και αυτοί θα του σκάψουν το λάκκο. Αυτούς τους ντράιβερ φοβάμαι εγώ και κανέναν άλλον.


Ο ευρωπαίος είναι τόσο μόνος στο εγώ του που εφευρίσκει το θεσμό για να επικοινωνεί με τους άλλους και γι αυτό αναγκαία τον σέβεται. Είναι το μόνο μέσον επικοινωνίας του με τον άλλον. Όσοι ενδίδουν στην υπερτροφία του εγώ και στο ψυχοφάρμακο είναι κι όλας Ευρωπαίοι, το ύμπερ άλλες υπονοείται αυτόματα. Και οι ευρωπαϊστές δεν πείθουν ακριβώς γι αυτό. Γιατί το ύμπερ άλλες πάει μπροστά. Γι αυτό και ο Εμμανουήλ Ροϊδης φαίνεται πιο σύγχρονος από κάθε ευρωπαΙστή του καιρού μας. Γιατί η σκέψη του περιέχει την κριτική στο εγώ της εποχής του που οι σύγχρονοι μοιάζουν να την ξεχνούν, όπως κάθε νεοφώτιστος.

Εγώ ήρθα από την Αμαλιάδα, την πόλη του Μπελογιάννη.
Εσείς από που ήρθατε;


Κάθε φορά που πεθαίνει κάποιος από τη Γενιά του 70, πάντα η ίδια αίσθηση: ότι αποτελούν μια κατ' εξοχήν ποιητική ορδή γιων, που για λόγους που δεν είναι της ώρας δεν ωρίμασαν ποιητικά, δεν πέρασαν ποτέ στη θέση του πατέρα, και πεθαίνουν σαν γιοι αγνώστου πατρός, έχοντας κάποιοι απ' αυτούς κατισχύσει στο σινάφι, αλλά όχι και στη συνείδηση του κόσμου, που τους θεωρεί ακόμα ποιητές καθ' οδόν, νέους ποιητές από κεκτημένη αδράνεια, αγνοώντας κάποτε ότι ο ταξινομικός αριθμός της γενιάς τους είναι πια κοντά στην ηλικία τους. Με τον Γιάννη Κοντό δεν γνωριζόμαστε 30 χρόνια τώρα, αν και γνωριστήκαμε από το 77 στη Μαυρομιχάλη. Τον εγκατέλειψα αναγνωστικά μετά τον Αθλητή του Τίποτα, δεν τον παρεξήγησα όπως κάποιοι που τους είπε όχι, δεν πήγα στο γραφείο του όταν με κάλεσε, δεν μου λείπει, μόνο με θλίβει το γεγονός ότι παρέμεινε πάνδημα άγνωστος, με μικρή επίδραση, σε μιαν Αθήνα που όσο γινόταν μητρόπολις τόσο επιφύλασσε έναν επαρχιώτικο κλειστό κύκλο στην επίδραση των ποιητών στα δρώμενα της πόλης κάνοντας τη δόξα ένα είδος γραφικότητας.

Οι νεοβάρβαροι της λογοτεχνίας είναι αυτοί που δεν αφήνονται
να γίνουν πέρασμα για τον ποιητή που τους αρέσει, αλλά
θέλουν να κάνουν μια πορτούλα προσωπικής σχέσης
για να κλείσουν απέξω άλλους.


Αυτό είναι το αόρατο παράθεμα από τα Τέσσερα Κουαρτέτα. Σε μετάφραση Κλείτου Κύρου.
East Coker, V απόσπασμα, Τ.Σ. Έλιοτ
Έτσι λοιπόν, εδώ είμαι, στα μισά του δρόμου, έχοντας είοσι χρόνια-
Είκοσι χρόνια ξοδεμένα σπάταλα, τα χρόνια του l'entre deux guerres
Πασχίζοντας να μάθω να χρησιμοποιώ λέξεις, κι η κάθε απόπειρα
Είναι μια εντελώς καινούρια αρχή, κι ένα διαφορετικό είδος αποτυχίας
Γιατί έχεις μάθει να παίρνεις τον ανθό των λέξεων
Γι αυτό που δεν έχεις πια να πεις, ή για τον τρόπο
Που δεν έχεις πια διάθεση να το πεις. Κι έτσι το κάθε τόλμημα
Είναι μια καινούρια αρχή, μια επιδρομή στο άναρθρο
Με άθλιο εξοπλισμό που πάντα καταστρέφεται
Μέσα στο γενικό κυκεώνα της ανακρίβειας του αισθήματος,
Των άταχτων ομάδων της συγκίνησης. Κι ό,τι είναι να κατακτήσεις
Με δύναμη και υποταγή, κι όλας το'χουν ανακαλύψει
Μια και δυο φορές ή αρκετές φορές άνθρωποι που δεν μπορείς να ελπίζεις
Να τους συναγωνιστείς -μα δεν υπάρχει άμιλλα-
Ο αγώνας μόνο υπάρχει να επανακτήσεις αυτό που έχει χαθεί
Και βρέθηκε και χάθηκε ξανά και ξανά: και τώρα, με όρους
Που φαίνονται ασύμφοροι.


Όποιος νομίζει ότι το Πέραμα είναι τόπος κάνει λάθος
το Πέραμα είναι μεταφυσική ψυχική διάθεση.


Ένας Οδοιπόρος στο Μαύρο Άνεμο, μου ήρθε και με βούλιαξε στην πολυτιμότητα του αμφιθέατρου όπου υπάρχει ακόμα η κληρονομημένη γη, η κατοικημένη από σκιές προγόνων που άλλους πρόλαβα κι άλλους μου αφηγήθηκαν. Θυμάμαι κάτι τέτοια βασιλέμματα μόνος, χωρίς πατέρα, με τη μητέρα μου, να βγάζω βολβούς με το τσαπί, ένας σαλίγκαρος για βραδινό προσφάι, το μωβ ενός κρίνου απ'το λαγκάδι και ξαφνικά συνειδητοποίησα πως όταν διαβάζω Γερμανούς ποιητές με κυριαρχεί αυτό το τοπίο. Όλες επικλήσεις τους στη Φύση κατοικούν αυτό το χώρο σαν τους διαβάζω και η ανάγνωση των ποιημάτων του Σεμπάστιαν στο Όνειρο με μετέφερε ακαριαία εκεί . Σε όσο απόθεμα Γης που δεν είναι για γραφική κατανάλωση τοπίου αλλά για καλιέργεια και κόπο και καρπό, ενός αιώνα που πρόλαβε να μου αφήσει βίωμα πριν από τις πόλεις.
Ιωνάννα Αβραμίδου, άξιος ο κόπος σου, κι ευχαριστώ.


Που να το ξέρεις τότε πως ό,τι δεν κατάφερνες
ήταν γιατί εξαρχής ανήκε σε όλα εκείνα
που στο μέλλον θα σου έφερναν στο βλέμμα ομορφιά.


Να μη θεωρούμε δεδομένο ότι οι άλλοι έχουν ενδιαφέρον ή υποχρέωση
να μάθουν λεπτομέρειες της τόσο σημαντικής ζωούλας μας κατά τη
διάρκεια του χρόνου που πέρασε. Θα είναι καλύτερα, για να μην αγχώνονται
από την υστερία που θέλει πεπρωμένα, να τους επαναλάβουμε αυτό
που έλεγε ο Μπερξόν: η ζωή πορεύεται με ερείπια σχεδίων και ημιτελείς πράξεις
για όλους, μα εντελώς για όλους.


Θα σας διαβάσω ένα ποίημα που έγραψα την Τετάρτη Ιουνίου του 2014 και ώρα 12 και 32 και 7 δευτερόλεπτα ακριβώς, όταν από το βλέμμα μου περάσε λίγος ήλιος ανάμεσα σε δυο σκιές τοίχου. Όλα μου τα ποιήματα είναι γραμμένα σε μοναδικές στιγμές και έχουν πραγματική αφετηρία. Τα κατέγραψα χωρίς να αλλάξω μια λέξη. Όθεν η αλήθεια τους είναι εγγυημένη. Ο λόγος που με κίνησε ήταν ο χωρισμός του θείου της ξαδέρφης της κουνιάδας μου με την κουμπάρα της γιαγιάς, παντρεύτηκε μικρή, και του δεύτερου ξαδέρφου της κόρης της Μαρίκας. Μαρίκα είναι η γειτόνισσα απέναντι που έχει τη γλάστρα με τους κατιφέδες αν ξέρετε που έμενε στα Κάτω Πετράλωνα και τώρα στη Δροσιά σε ιδιόκτητη μαιζονέτα. Το βιβλίο μου το εικονογράφησε η ανιψιά μου που είναι υποψήφια στη σχολή καλών τεχνών, δεύτερη χρονιά, που το έλεγξε ο κριτικός του εκδοτικού οίκου, δικηγόρος από την Πάτρα άλλα έγινε κριτικός και γράφει κι αυτός. Το βιβλίο ήταν 78 σελίδες αλλά μου άφησε μόνο 48... Την παρουσίαση ανέλαβε το Στούντιο 7 που το είχα και στο γάμο μου στη Βίλα Νάσιουτζικ. Κάτι ήθελα να σας διαβάσω, αλλά ξέχασα.

Κι εσείς, ποιητές της απόβλεψης, που βλέπετε την ποίηση σαν παράρτημα της ακαδημαϊκής σας καριέρας, καταφερτζήδες σε τυχάρπαστους και κομπλεξικούς διευθυντές περιοδικών και άλλα παγανά της δημοσιότητας, σας έυχομαι να καταλάβετε πως φτάνει για όλους αυτό το ελάχιστο της δόξας και να μην βασανίζετε τους ταλαντούχους της γενιάς σας, που έγιναν ποιητές από κλίση, κι όχι γιατί το ήθελε η ψωνισμένη σας μαμά του μεγάρου. Εσείς θα μπείτε στην Ιστορία της Λογοτεχνίας για να βασανίζετε σπουδαστές, κι αυτοί θα είναι στα στόματα του κόσμου, ζωντανοί όσο ποτέ. Τα λόγια του Σαλιέρι να φωτίζουν τις ζωές σας.

Η Εσχάτη Αθωότητα, της Πισαρνίκ
Να φύγεις
ψυχή τε και σώματι
να φύγεις.
Να φύγεις
ν' απαλλαγείς απ' τις ματιές
πέτρες πιεστικές
που κοιμούνται στο λαρύγγι.
Πρέπει να φύγεις
όχι πια αδράνεια κάτω απ' τον ήλιο
όχι πια αίμα απελπισμένο
όχι πια κάνοντας ουρά για να πεθάνεις.
Πρέπει να φύγεις.
Αλλά με επίθεση ταξιδιώτισσα!
μετ Β.Λ. para Jrisa

Επίγραμμα, Χαβιέρ Εγέα
Ύπνο και δουλειά μας κόστισε να το μάθουμε:
η τρυφερότητα είναι κληρονομιά των κόκκινων.
Αλλά οι κόκκινοι, Κλαούντια,
σ' αυτές τις βάρβαρες νύχτες
είμαστε μόνο εσύ κι εγώ.

Οι φιλολογάρες που θέλουν να γράφουμε σωστά
μονίμως δεν μπορούν να μου εξηγήσουν πως αλλάζει η γλώσσα.
Τί ρολάκι γεροντοκόρης σε επαρχία είναι αυτό που έχετε πάρει;
Να παραφυλλάτε τη γλώσσα σαν να είναι γκόμενα, μη βάψει το μάτι,
μη βάλει κραγιόν, μην κάνει τατουάζ για να το καταγγείλετε στις άλλες
γεροντοκόρες... Βρέστε μια γλωσσική ζωή και κόψτε το ζηλωτισμό σας.
Τα παιδιά που φιλιούνται στο πάρκο απόψε ετοιμάζουν γλωσσικά
παίγνια και για τα αραχνιασμένα σκέλια σας...


Τη Νύχτα που συνάντησα τη Μάγα.
Θα συναντούσα τη Μάγα; Χούλιο Κορτάσαρ, Το Κουτσό
Εκεί που ανακάτευα αρχεία γιατί η έκδοση των ποιημάτων του Κορτάσαρ έρχεται. Εκεί που μάθαινα πως ο Κορτάσαρ πέθανε από έιτζ εξ αιτίας μιας μετάγγισης, βιογραφισμοί, τι σημασία έχει, η Μάγα έπεσε πάνω μου.
Η Μάγα στήνεται στο φακό, η Μάγα γελάει. Η Μάγα ζει, είναι γερασμένη, μα κανένας χρόνος δεν έχει περάσει από πάνω της. Η Μάγα έχει πεθάνει για τη ζωή, γιατί η φωτογραφία είναι κατά βάθος μια επιθυμία να δούμε τον άλλο νεκρό και ανήκει στη λογοτεχνία. Για χρόνια της έδινα ένα πρόσωπο. Τώρα έχει πάρει το δικό της. Για μια στιγμή. Γιατί πάλι θα την πάρει ο αέρας της ανάγνωσης. Κι όσο πιο λίγα γι΄αυτήν τόσο καλύτερα. Η Μάγα ζει ήσυχη.
Το υλικό ίζημα ενός μύθου. Η λογοτεχνία δεν θα χαλάσει τη ζωή της. Θα ζει πάντα την αδιέξοδη σχέση της με τον Κορτάσαρ, λίγο έκπληκτη, λίγο νοσταλγική. Κανείς δεν ανταλλάσει μιαν αποτυχία της ζωής με ένα λογοτεχνικό μύθο. Ούτε η Συννεφούλα το έκανε και προς τιμήν της...

Στους Κορτασαριανούς, καλημέρα σας!

Nocturno
Μου λείπουν οι βώλοι, ο γκιώνης, ο φόβος
το σύννεφο που παραπλέει το φεγγάρι, το
υπαίθριο χέσιμο δίπλα στις μαρουλιές
ο Τζακ, η ποτάσα της μητέρας, το μπομποτάλευρο
το τρακτέρ του Λουκά, τα κάστανα του Κάου Κάου
το σάμαλι, τα σαλίγκια, ο γύρος του θανάτου
οι χήνες του Νανόπουλου η κυρά Φανιώ
το κρεπ για να κάνω ξώβεργες, οι καραμέλες του φιλιού
το Καραλέικο πηγάδι, η αλευρόκολα
το λάδι στο ψωμί με ρίγανη κι αλάτι
ο Νίκος ο Μπιλίκος η Γαλάτεια του Πατρινού
ο Τσίτσος ο Σμέρος ο Μαραθιάς
ο κυρ Νιόνιος η Ελένη του Παρασκευά
εσύ μου λείπεις να γελάς
και αγριεύουν όσα μου λείπουνε του κόσμου.


Μπολέρο, του Κορτάσαρ
Τί ματαιότητα να φαντάζομαι
πως μπορώ να στα δώσω όλα, τον έρωτα και τη μαγεία,
διαδρομές, μουσική, παιχνίδια.
Η αλήθεια είναι πως είναι έτσι:
όλα τα δικά μου στα δίνω, είναι αλήθεια,
αλλά όλα τα δικά μου δεν σου αρκούν
όπως εμένα δεν μου αρκεί να μου δίνεις
όλα τα δικά σου.

Γι αυτό δεν θα είμαστε ποτέ
το τέλειο ζεύγος, η ταχυδρομική κάρτα,
αν δεν είμαστε ικανοί να δεχτούμε
πως μονάχα στην αριθμητική
το δύο προκύπτει από το ένα συν ένα.
Εδώ γύρω ένα χαρτάκι
που μονάχα λέει:
Πάντα ήσουν ο καθρέφτης μου
θέλω να πω πως για να με δω έπρεπε να σε κοιτάξω.

Βάδισε αντίθετα στην φήμη του Σαββάτου.
Έτσι λοιπόν, με τους τσιγγάνους
που τους πετάνε χωρίς εισιτήριο
τον είδαν όλοι οι σταθμοί προς Κόρινθο
σαν τον Αργύρη Χιόνη

Ο μεταφραστής είναι σκυλί που φερμάρει στα βάτα του λεκτικού να σηκώσει την πέρδικα να την ντουφεκίσει ο αναγνώστης. Εκεί τον βρίσκει κάποτε η οχιά και του αφήνει δηλητήριο στο ρουθούνι... Μια φωνή συσπειρώνεται και θέλει να μη θέλει τίποτε άλλο έξω από λέξεις. Την ακολούθησα ως τα αίματα της μουσούδας του σκύλου. Μετά τα σκούπισα γρήγορα γρήγορα γιατί ήταν νύχτα και γιατί το βιβλίο είχε τελειώσει να ανήκει στις γυναίκες. Εκπληρωμένη επιθυμία για κολύμπι σε γυναικείο λόγο μου χαρίστηκε αυτή η μετάφραση. Τώρα εσείς...

Ο απόλυτος τόπος του 70. Εκεί όπου η Πατησίων γίνεται Αιόλου, ως και τα σώματα των περαστικών είναι μετεμφυλιακά, έτοιμα για αναγνώριση ταυτότητας από το αρμόδιο όργανο. Κοιτούν την κασέλα με τα ψάρια και πάνε δουλειά τους. Δεν ξέρω αν ήταν μέσα μου, αλλά έκανε ένα κρύο την κρίσιμη πενταετία του 70 που έκτοτε δεν έχω νιώσει. Ο Γκανάς σωστά ζήτησε τάφο στα Χαυτεία... Το παλίμψηστο τώρα έχει καταληφθεί από τις Κυριακές των Αλβανών που διαδέχτηκαν τους επαρχιώτες. Και πιο πριν από τη μόδα να παίρνεις τις φυλλάδες της Κυριακής το Σαββάτο μετά τα
μεσάνυχτα. Υπαίθριοι αργυραμοιβοί της οδού Αθηνάς ζύγιζαν τις ψυχές μας κι ας μην το ξέραμε. Πήγαμε λαχαναγορά για το καρπούζι, ξεφορτώσαμε γυρίσαμε. Το αγόρι ήταν πούστης κι ήθελε να με κεράσει το σάντουιτς. Χάρη στο Χρονά ίσως είχα μάθει την ποιητική αυτών των τόπων. Έχω βάλει μιαν αρτίστα σ' ένα ποίημα να πίνει ένα ζουμί, σύμβολο όλου του γάλακτος του ξημερώματος, εκεί τον μάθαμε τον Τσελάν εμείς. Κάτω από το Μέγας Αλέξανδρος. Να μου κοπεί το χέρι αν ξεχάσω τα μεροκάματα που με άδειασαν εκεί σαν κουρασμένο σακί. Και την πρωτοχρονιά του 86. Εγώ αγόρασα μητρόπολη, Νέα Υόρκη, σ' αυτούς τους δρόμους. Εσείς τι αγοράσατε;


Ημερολόγιο πρωινού
Ο σκύλος που πετάχτηκε. Για να μην τον χτυπήσω έριξα τη μηχανή κι εμένα στο οδόστρωμα. Αφού δεν είχα σπάσει τίποτα κι αφού μέτρησα τους μώλωπες, ο τροπαιοφόρος ήλιος της μέρας μου έφερε δάκρυα στα μάτια, γιατί ξαφνικά ζούσε η μάνα μου κι εγώ παιδί με το γρατζουνισμένο γόνατο της γύρευα οινόπνευμα. Αύριο στον μυϊκό πόνο των κρυωμένων πληγών θα ξαναγυρίσω στην ηλικία μου.


Το πρωί που γεννήθηκα, όλη τη νύχτα ο Μακάριος στη Ζυρίχη
δεν ήθελε να υπογράψει, κι έπαιζε τον Καραμανλή, κι όταν πια με
ελευθερώθηκε η μάνα μου, άκουσε λέει πρωινές καμπάνες, μαζί
με μένα, στην επέτειο της Συμφωνίας της Βάρκιζας, είχε γεννηθεί
και το σημερινό κράτος της Κύπρου. Η τρώση από την Ιστορία
είναι ασθένεια που σε κάνει βαρύθυμο και σαν διασχισμένο.
Το γύρισμα των χρόνων είναι που κάνει το πράγμα να μπάζει
αεράκι και να στρέφεται προς μια προσωπική μυθολογία που
καταναλώνεις και κάποτε μοιράζεσαι για την λίγη χαρά της αφήγησης.


Αφόντας πέθανε ο θεός όσοι θέλουν να πεθάνουν ένα δικό τους θάνατο, πιάνονται από το φουστάνι της μάνας τους. Τους πιάνεις στις νεκροφόρες στα διόδια. Πέθανε στην Πάτρα μα ήθελε να τη θάψουν στο χωριό. Σαν φτάσαμε στην Κόνιτσα που λειτρουγιά και που παπάς. Κεριά, τα πήραμε από την εκκλησία. Τη θάψαμε εντέλει στο χωριό. Για να' χει αγνάντιο. Έχεις δει τα κυπαρίσσια στο κοιμητήριο της Κόνιτσας κι ο ήλιος να πέφτει; Μαζεύονται των σκοτωμένων και των ξενιτεμένων οι ψυχές και πυκνώνει ο τόπος τόσο που με δυσκολία ανασαίνουνε οι ζωντανοί. Εμείς πηγαίναμε για Πυρσόγιαννη. Στο καφενείο σερβίρανε φασόλια με το σπανάκι. Αν τον φέρω εδωπάνω θα μου πεθάνει στα χέρια. Τον πήρα στο τηλέφωνο. Να πας στην άκρη του χωριού να δεις το εικονοστάσι του Λοχαγού που σκοτώθηκε. Μετά στο σχολείο στην εκκλησία που κοιμήθηκα τόσες νύχτες. Είχε πυρκαγιά στο Αλβανικό και φτάναν οι καπνοί. Έι και πως βρέθηκες εκειαπάνω. Κάναν δρόμο πατέρα, από το Κεράσοβο, βγαίνεις στη Σαμαρίνα πριν το καταλάβεις. Είμαι πληγωμένος σκέφτομαι, κοψοφτεριασμένος. Από τι;
Είναι ένας πόνος άγνωστος, από κομμένο πόδι που πονάει, κομμένο πόδι και να πονάει, που ξανάγινε; Σταμάτα δεξιά. Είναι που δεν έχουνε φωνή τα δέντρα. Αν είχαν, τι θα έλεγαν; Θέλω να πάω Γερμανία, είπε. Πως φεύγουνε οι άλλοι; Μου δείξαν τον πολιτευτή. Μου πήρε τους τελευταίους παράδες να με γράψει για μετανάστη. Σαράντα χρόνια πέρασαν και δεν μπορώ να το ημερέψω μέσα μου... Τους είχαν με τα χέρια στο σβέρκο, κατάχαμα και τους έκαιγε η δίψα. Ρε πατριώτη, για το Θεό. Ανθρώποι αναγκεμένοι. Νερό μωρέ, δώσε νερό. Τι παίζεται δωπάνω πάλι καθημερνές και σκόλες;
Σε δέκα χρόνια πάνω κάτω έπεσε το άδικο στα κεφάλια των παιδιών μας. Το μυξιάρικο στη Κακαβιά που πέρναγε τα σύνορα για μια σοκολάτα θα μεγάλωσε. Όλοι μεγαλώσαμε.
Ο πατέρας ζει. Του λες Αετομηλίτσα και το μάτι του λάμπει. Τι καίει στο Δίστρατο απόψε και μυρίζει ως εδώ;


Όλο και πιο πολύ πείθομαι πως ο αναγνώστης
είναι ένα κατοικίδιο που τον βγάζουν τα βιβλία του
βόλτα στο πάρκο.


Θα το ήθελα κι από άλλους αλλά για πάρτη μου λέω:
σ' αυτόν τον κόσμο που ο καθένας μπορεί να χάσει
τα πιο βασικά σε μια στιγμή, ευχή να μη μιλάμε και να
μη γράφουμε σαν να μην έχουμε χάσει ποτέ τίποτε.


Ένιωσα να σ' αγαπώ γιατί σταμάτησε η βροχή
και κοιτάζαμε μαζί βιτρίνες με λουστρίνια.


Η παρακμή μιας κοινωνίας αρχίζει όταν η μαγειρική
ανυψώνεται σε μία από τις καλές τέχνες. Μην ακούτε
τι λένε οι νεοέλληνες, οι πρώην φτωχοί, οι κολλημένοι
στο στοματικό στάδιο...


Δεν έχει σημασία να αποδεχτείς το Χάιντεγγερ.
Σημασία έχει να πάρεις είδηση στο τροχείο της
σκέψης του ότι ένα ρόδο είναι διαρκώς ερχόμενο
προς διάνοιξη κι αν μπορείς να κρατηθείς μια στιγμή
όπως από ένα βλέμμα μητέρας μέσα στα ερώτημα
που σε κάνει μοναδικό.
Να διαβάζεις σε τραίνο το πόνημα του Παπαγιώργη
μετά από συνάντηση με γυναίκα αγαπημένη
ή να κολυμπάς στην παραλία της Νταμούχαρης
αφού έχεις τελειώσει ένα κεφάλαιο του βιβλίου
ανάσκελα τυφλωμένος από το φως και να σκέφτεσαι
πως το Πήλιο αρμόζει στον Χάιντεγγερ, είναι από τις
στιγμές που νιώθεις αναγνώστης μεγάλος, αλλά με
ελληνικά έξοδα.
Κάπου το πήρε το μάτι μου και ψηφιακό.
Ψάξτε το.


Είναι νόμιμο να κάνουμε παραλλαγές ποιημάτων
που μας συγκλόνισαν, καλαμπούρια τα έλεγε ο
Σεφέρης, παστίς, συνειδητές μιμήσεις. Από αυτό
μέχρι του σημείου να τα θεωρούμε σοβαρά ,
ενώ είναι παραφράσεις, να εγείρουν οποιαδήποτε
αξίωση πρωτότυπης ποίησης, είναι μόνο διαστροφή
μιας κοινωνίας που μεταφέρει την κλεπτοκρατία της
και στο χώρο της λογοτεχνίας. Ενοχλητικό, αλλά αληθές.


Δεν είναι ζήτημα ύψους
είναι ζήτημα ύφους
κι εσύ είσαι χλιαρή
σαν φιλόλογος που λέει ποίηση
κι εννοεί εξουσία.


Το πιο φημισμένο μικροδιήγημα στην Ισπανική γλώσσα το έγραψε ο Αουγκούστο Μοντερόσσο, συγγραφέας από την Γουατεμάλα το 1959. Τίτλος ο Δεινόσαυρος:
"Όταν ξύπνησα, ο δεινόσαυρος ακόμη ήταν εκεί"
Το 2005, ο μεξικάνος Λουίς Φελίπε Λομελί διεκδικεί με μια απλή φράση το πιο μικρό διήγημα στην ισπανική γλώσσα. Τίτλος Ο Μετανάστης
" Ξεχνάτε κάτι; Μακάρι!"
     
 
 
  
     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου