Επεξήγησις
Εγώ γεννήθηκα μια μέρα
που ο Θεός ήτανε άρρωστος.
Όλοι ξέρουν πως ζω
και πως είμαι κακός, και δεν ξέρουν
για το Δεκέμβρη αυτού του Γενάρη.
Εγώ γεννήθηκα μια μέρα
που ο Θεός ήτανε άρρωστος.
Υπάρχει ένα κενό
στο μεταφυσικό μου αέρα
που κανείς δεν πρέπει ν' αγγίξει:
το κλείστρο μιας σιωπής
που μίλησε με τη φωτιά.
Εγώ γεννήθηκα μια μέρα
που ο Θεός ήτανε άρρωστος.
Αδελφέ, άκου, άκου...
Καλά. Και δεν θα φύγω
χωρίς να πάρω Δεκέμβρηδες
χωρίς ν΄αφήσω Γενάρηδες.
Λοιπόν εγώ γεννήθηκα μια μέρα
που ο Θεός ήτανε άρρωστος.
¨Όλοι ξέρουν πως ζω
πως μασάω... και δεν ξέρουν
γιατί στο στίχο μου τρίζουν,
σκοτεινή ανοστιά από φέρετρο,
κουρέλια άνεμοι
ξετυλιγμένοι από τη Σφίγγα
την ερωτώσα της Ερήμου.
Όλοι ξέρουν... Και δεν ξέρουν
πως το Φως είν' φθισικό
και η Σκιά χοντρή...
Και δεν ξέρουν πως το μυστήριο συνθέτει...
πως είναι αυτό η καμπούρα
μουσική και θλιμμένη που από απόσταση αναγγέλει
το βήμα το μεσημβρινό από τα όρια στα Όρια.
Εγώ γεννήθηκα μια μέρα
που ο Θεός ήτανε άρρωστος
βαρειά.
Ύψος και Μαλλιά
Ποιός δεν έχει το γαλάζιο ρούχο του;
Ποιός δεν κολατσίζει και δεν παίρνει το τραμ,
με το τσιγάρο του εξασφαλισμένο και τον πόνο του τσέπης;
Εγώ που τόσο μόνος γεννήθηκα!
Εγώ που τόσο μόνος γεννήθηκα!
Ποιός δεν γράφει ένα γράμμα;
Ποιός δε μιλάει για ένα θέμα πολύ ενδιαφέρον,
πεθαίνοντας από συνήθεια και κλαίγοντας εξ ακοής;
Εγώ που μοναχά γεννήθηκα!
Εγώ που μοναχά γεννήθηκα!
Ποιός δεν ονομάζεται Κάρλος ή οτιδήποτε άλλο πράγμα;
Ποιός στο γάτο δε λέει, γάτε γάτε;
Αχ, εγώ που μόνος γεννήθηκα μονάχα!
Αχ, εγώ που μόνος γεννήθηκα μονάχα!
Η Βία των ωρών
Όλοι έχουν πεθάνει.
Πέθανε η δόνια Αντόνια,ασθματική, που έκανε φτηνό ψωμί στον οικισμό.
Πέθανε ο Σαντιάγο, ο παπάς, που τον ηδόνιζε να τον χαιρετάνε οι νέοι κι οι κοπελιές, απαντώντας σε όλους, αδιάκριτα, "Καλημέρα Χοσέ!", "Καλημέρα "Μαρία".
Πέθανε εκείνη η νεαρή ξανθή, Καρλότα, αφήνοντας ένα αγοράκι μηνών, που κι αυτό πέθανε μετά οχτώ ημέρες απ 'τη μάνα του.
Πέθανε η θεία μου Αλμπίνα, που είχε συνήθειο να τραγουδάει παλιούς σκοπούς, ενώ έραβε στους διαδρόμους, για την Ισιδόρα,
την υπηρέτρια, την εντιμότατη γυναίκα.
Πέθανε ένας γερός μονόφθαλμος, όνομα δε θυμάμαι, αλλά κοιμότανε στον ήλιο του πρωινού, μπροστά στην πόρτα του τενεκετζή στη γωνία.
Πέθανε ο Ράγιο, σκυλί στο ύψος μου, πληγωμένος από σφαίρα ποιος ξέρει ποιανού.
Πέθανε ο Λούκας, ο κουνιάδος μου στην ειρήνη από τις ζώνες, που τον θυμάμαι όταν βρέχει και δεν υπάρχει κανείς μες στο μυαλό μου.
Πέθανε στο περίστροφό μου η μάνα μου, στη γροθιά μου η αδελφή κι ο αδελφός στα σπλάχνα μου τα ματωμένα, κι οι τρεις δεμένοι από ένα θλιμμένο γένος θλίψης, τον Αύγουστο από χρόνια συνεχόμενα.
Πέθανε ο μουσικός Μέντες, ψηλός και πολύ μεθυσμένος, που έκανε στο κλαρίνο του σολφέζ από τοκάτες μελαγχολικές, που στο άκουσμά τους οι κότες της γειτονιάς αποκοιμιούνταν, πολύ πριν ο ήλιος πέσει.
Πέθανε η αιώνιότητά μου και την ξενυχτάω.
Αγάπη
Κανείς δεν ήρθε να ρωτήσει σήμερα,
και τίποτα δεν μου ζητήσαν το απόγευμα.
Εγώ γεννήθηκα μια μέρα
που ο Θεός ήτανε άρρωστος.
Όλοι ξέρουν πως ζω
και πως είμαι κακός, και δεν ξέρουν
για το Δεκέμβρη αυτού του Γενάρη.
Εγώ γεννήθηκα μια μέρα
που ο Θεός ήτανε άρρωστος.
Υπάρχει ένα κενό
στο μεταφυσικό μου αέρα
που κανείς δεν πρέπει ν' αγγίξει:
το κλείστρο μιας σιωπής
που μίλησε με τη φωτιά.
Εγώ γεννήθηκα μια μέρα
που ο Θεός ήτανε άρρωστος.
Αδελφέ, άκου, άκου...
Καλά. Και δεν θα φύγω
χωρίς να πάρω Δεκέμβρηδες
χωρίς ν΄αφήσω Γενάρηδες.
Λοιπόν εγώ γεννήθηκα μια μέρα
που ο Θεός ήτανε άρρωστος.
¨Όλοι ξέρουν πως ζω
πως μασάω... και δεν ξέρουν
γιατί στο στίχο μου τρίζουν,
σκοτεινή ανοστιά από φέρετρο,
κουρέλια άνεμοι
ξετυλιγμένοι από τη Σφίγγα
την ερωτώσα της Ερήμου.
Όλοι ξέρουν... Και δεν ξέρουν
πως το Φως είν' φθισικό
και η Σκιά χοντρή...
Και δεν ξέρουν πως το μυστήριο συνθέτει...
πως είναι αυτό η καμπούρα
μουσική και θλιμμένη που από απόσταση αναγγέλει
το βήμα το μεσημβρινό από τα όρια στα Όρια.
Εγώ γεννήθηκα μια μέρα
που ο Θεός ήτανε άρρωστος
βαρειά.
Ύψος και Μαλλιά
Ποιός δεν έχει το γαλάζιο ρούχο του;
Ποιός δεν κολατσίζει και δεν παίρνει το τραμ,
με το τσιγάρο του εξασφαλισμένο και τον πόνο του τσέπης;
Εγώ που τόσο μόνος γεννήθηκα!
Εγώ που τόσο μόνος γεννήθηκα!
Ποιός δεν γράφει ένα γράμμα;
Ποιός δε μιλάει για ένα θέμα πολύ ενδιαφέρον,
πεθαίνοντας από συνήθεια και κλαίγοντας εξ ακοής;
Εγώ που μοναχά γεννήθηκα!
Εγώ που μοναχά γεννήθηκα!
Ποιός δεν ονομάζεται Κάρλος ή οτιδήποτε άλλο πράγμα;
Ποιός στο γάτο δε λέει, γάτε γάτε;
Αχ, εγώ που μόνος γεννήθηκα μονάχα!
Αχ, εγώ που μόνος γεννήθηκα μονάχα!
Η Βία των ωρών
Όλοι έχουν πεθάνει.
Πέθανε η δόνια Αντόνια,ασθματική, που έκανε φτηνό ψωμί στον οικισμό.
Πέθανε ο Σαντιάγο, ο παπάς, που τον ηδόνιζε να τον χαιρετάνε οι νέοι κι οι κοπελιές, απαντώντας σε όλους, αδιάκριτα, "Καλημέρα Χοσέ!", "Καλημέρα "Μαρία".
Πέθανε εκείνη η νεαρή ξανθή, Καρλότα, αφήνοντας ένα αγοράκι μηνών, που κι αυτό πέθανε μετά οχτώ ημέρες απ 'τη μάνα του.
Πέθανε η θεία μου Αλμπίνα, που είχε συνήθειο να τραγουδάει παλιούς σκοπούς, ενώ έραβε στους διαδρόμους, για την Ισιδόρα,
την υπηρέτρια, την εντιμότατη γυναίκα.
Πέθανε ένας γερός μονόφθαλμος, όνομα δε θυμάμαι, αλλά κοιμότανε στον ήλιο του πρωινού, μπροστά στην πόρτα του τενεκετζή στη γωνία.
Πέθανε ο Ράγιο, σκυλί στο ύψος μου, πληγωμένος από σφαίρα ποιος ξέρει ποιανού.
Πέθανε ο Λούκας, ο κουνιάδος μου στην ειρήνη από τις ζώνες, που τον θυμάμαι όταν βρέχει και δεν υπάρχει κανείς μες στο μυαλό μου.
Πέθανε στο περίστροφό μου η μάνα μου, στη γροθιά μου η αδελφή κι ο αδελφός στα σπλάχνα μου τα ματωμένα, κι οι τρεις δεμένοι από ένα θλιμμένο γένος θλίψης, τον Αύγουστο από χρόνια συνεχόμενα.
Πέθανε ο μουσικός Μέντες, ψηλός και πολύ μεθυσμένος, που έκανε στο κλαρίνο του σολφέζ από τοκάτες μελαγχολικές, που στο άκουσμά τους οι κότες της γειτονιάς αποκοιμιούνταν, πολύ πριν ο ήλιος πέσει.
Πέθανε η αιώνιότητά μου και την ξενυχτάω.
Αγάπη
Κανείς δεν ήρθε να ρωτήσει σήμερα,
και τίποτα δεν μου ζητήσαν το απόγευμα.
Δεν είδα κάν ένα λουλούδι του κοιμητηρίου
στην τόσο χαρωπή λιτανεία των φώτων.
Συχώρα με , Κύριε: τί λίγο έχω πεθάνει!
Αυτό το απόγευμα όλοι, όλοι περνούν
δίχως να με ρωτούν ή να ζητάνε τίποτα.
Και δεν ξέρω τί ξεχνούν κι απομένει
κακό στα χέρια μου, σαν ξένο πράγμα.
Βγήκα στην πόρτα
και μου 'ρχεται να κραυγάσω σε όλους:
αν τους λείπει κάτι, εδώ απομένει!
Γιατί όλης αυτής της ζωής τα απογεύματα
δεν ξέρω με τι πόρτες χτυπάν ένα πρόσωπο,
και κάτι ξένο πιάνει την ψυχή μου.
Κανείς δεν ήρθε σήμερα,
και σήμερα τί λίγο έχω πεθάνει αυτό το απόγευμα.
Λίστα Μισθοδοσίας Οστών
Εζητείτο με φωνές μεγάλες:
- Να δείξετε τα δυο σας χέρια ταυτοχρόνως.
Και αυτό δεν κατέστη δυνατόν.
στην τόσο χαρωπή λιτανεία των φώτων.
Συχώρα με , Κύριε: τί λίγο έχω πεθάνει!
Αυτό το απόγευμα όλοι, όλοι περνούν
δίχως να με ρωτούν ή να ζητάνε τίποτα.
Και δεν ξέρω τί ξεχνούν κι απομένει
κακό στα χέρια μου, σαν ξένο πράγμα.
Βγήκα στην πόρτα
και μου 'ρχεται να κραυγάσω σε όλους:
αν τους λείπει κάτι, εδώ απομένει!
Γιατί όλης αυτής της ζωής τα απογεύματα
δεν ξέρω με τι πόρτες χτυπάν ένα πρόσωπο,
και κάτι ξένο πιάνει την ψυχή μου.
Κανείς δεν ήρθε σήμερα,
και σήμερα τί λίγο έχω πεθάνει αυτό το απόγευμα.
Λίστα Μισθοδοσίας Οστών
Εζητείτο με φωνές μεγάλες:
- Να δείξετε τα δυο σας χέρια ταυτοχρόνως.
Και αυτό δεν κατέστη δυνατόν.
- Να σας πάρουν, ενώ κλαίτε το μέγεθος των βημάτων σας.
Και αυτό δεν κατέστη δυνατόν.
-Να σκεφτείτε μια σκέψη μοναδική,
στη διάρκεια που ένα μηδέν παραμένει άχρηστο.
Και αυτό δεν κατέστη δυνατόν.
-Να κάνετε μια τρέλα.
Και αυτό δεν κατέστη δυνατόν.
- Να εισέλθει αυτός και άλλος άντρας όμοιος με αυτόν,
να παρεμβληθεί ένα πλήθος ανδρών όπως αυτός.
Και αυτό δεν κατέστη δυνατόν
-Να σας συγκρίνουν με τον εαυτό σας τον ίδιο.
Και αυτό δεν κατέστη δυνατόν.
-Να σας ονομάσουν, τελικώς, με το όνομά σας.
Και αυτό δεν κατέστη δυνατόν.
Μετ. Β.Λ.
Και αυτό δεν κατέστη δυνατόν.
-Να σκεφτείτε μια σκέψη μοναδική,
στη διάρκεια που ένα μηδέν παραμένει άχρηστο.
Και αυτό δεν κατέστη δυνατόν.
-Να κάνετε μια τρέλα.
Και αυτό δεν κατέστη δυνατόν.
- Να εισέλθει αυτός και άλλος άντρας όμοιος με αυτόν,
να παρεμβληθεί ένα πλήθος ανδρών όπως αυτός.
Και αυτό δεν κατέστη δυνατόν
-Να σας συγκρίνουν με τον εαυτό σας τον ίδιο.
Και αυτό δεν κατέστη δυνατόν.
-Να σας ονομάσουν, τελικώς, με το όνομά σας.
Και αυτό δεν κατέστη δυνατόν.
Μετ. Β.Λ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου