Κι εκεί που στήθηκε η βαμπ
για τη φυλλάδα του αδελφάτου
φαλτσάρει λίγο η φωτογραφία
και βλέπεις λαϊκό προάστιο στο βάθος
με τα βυζάκια της στην πλάτη του
σε μηχανάκι πισωκάπουλα
γκαζιές ως κάτω
στη ναυπηγοεπισκευαστική
που να μυρίζει από μουνάκι υγραμένο
και στουπί πετρέλαιο.
Αχ κόρες της Στέφης
και δεν ξέρετε τη Στέφη
κόρες της Πέτρου Ράλλη
ορφανές του ποιήματος.
Καλύβες
Το ωτομοτρίς ασημογάλαζο με κατέβασε Προφήτης Ηλίας. Με περίμενε η θεία η Καλλιόπη. Γιατί με έστελναν; Ποιο ήταν το επιχείρημα; Μάλλον τα παράπονα της μάνας μου ότι είμαι ζωηρός. Με ένα ωραίο σακιδιάκι αθηνέϊκο, δεύτερο χέρι, κυλινδρικό γαλάζιο που είχε ένα σκοινί κι έσφιγγε στη μια πελυρά. Τα εισητήρια του τρένου ήταν από χοντρό χαρτόνι καφέ κι άκουγες το κρακ με το ειδικό μηχάνημα που τα τρυπούσε ο ελεγκτής με το περίκομψο πηλήκιο. Τότε δεν υπήρχε ακόμα η σύνδεση του σταματημένου τρένου με τον Καχτίτση. Μα εγώ πριν καν τα διαβάσω τα έζησα κατάσαρκα. Αφού σκούπισα το μάγουλο από το σάλιο του φιλιού της θείας τραβήξαμε για την παραλία στις καλύβες. Εκείνη κι θείος ο Μπάμπης ο αυστηρός πήγαιναν χρόνια κάθε καλοκαίρι. Είχαν δική τους καλύβα. Το πρώτο ήταν ότι μέσα η άμμος δεν έκαιγε. Δρόσιζε το ποδαράκι σου άμα είχες περπατήσει την παραλία με την αμμουδιά. Μετά το φαί. Αυγά με ντομάτα γιατί είχε γκαζιέρα και μαγείρευε. Αυτό θυμάμαι. Νερό η βίκα. Από που το έφερναν δεν κατάλαβα. Κάποιο πηγάδι εκεί κοντά. Κατά το βράδυ μετά το μπες βγες όλη μέρα στο νερό σου έδιναν και το φανελάκι το λευκό το αμάνικο. Μετά η νύχτα. Με το ένα φως κάθε καλύβα με τα εμαγιέ πιάτα με το κορμί που απέδιδε τη ζέστη που είχε φάει όλη τη μέρα. Τις πρόλαβα τις καλύβες. Αλλά γιατί με έστελναν; Μάλλον για να με τυραννάει η μνήμη τώρα. Μάλλον για να λάμπει η πρόθεσή τους ότι ήταν καλή, αλλά κάτι την έκανε από κοντά βία. Για να μην διαβάζω βιβλία και να απασχολούμαι γιατί στη μάνα μου είχαν κάνει κακό. Γιατί έτσι ήξεραν να λένε σ΄αγαπώ. Γιατί;
Θέμα και παραλλαγές
Σε μισώ μητέρα γιατί ήξερες. Γιατί μου γέμισες τη μνήμη παγίδες δακρύων κι αγάπης για όταν δεν θα υπήρχες. Δεν με πήγες σαν τη μητέρα του Μάρκες πίσω, δεν βρήκες μια παλιά γειτόνισσα ν' αγκαλιαστείτε και να κλαίτε, όλα τα κλάματα τα χρέωσες σε μένα. Το φωτογραφείο στα γενέθλια που μου έφερνε τόση ντροπή, το Θοδωράκη τον Κινηνή, να με ψάχνει μέσα στη νύχτα στον Ανεμόμυλο για την καψούρα σου. Σε μισώ ακόμα για εκείνη τη γυναίκα τη σκυμμένη, που όσο ζούσες δε μιλιόσασταν, κι ήρθε στην κηδεία σου για να με τιμωρήσει μ' ένα ολόκληρο μυθιστόρημα των ανθρώπων που δεν είχαν δρόμο για τη συγγνώμη τους. Σε μισώ γιατί ένα στα εκατό παιδιά παίρνει στα σοβαρά της κυκλοφορία στις φαντασιώσεις των γονιών του και μ' έκανες ένα από αυτά, χρεοκοπημένο λέξεις και τυραννία μνήμης. Σε μισώ για τα χιλιάδες γράμματα στην Αυστραλία και τον Καναδά που είναι μια εποποιία, ένα μυθιστόρημα ποταμός μεγάλο όσο ο Χαμένος Χρόνος του Προυστ που ποτέ δεν θα αντέξω να γράψω. Σε μισώ για την αφθονία των σ' αγαπώ που έσπειρες ανάμεσα σιωπής και γραφής γιατί από ντροπή δε μπορούσες να τα μιλήσεις. Σε μισώ για το Χήθκλιφ και τον Κουασιμόδο, κι όλους τους αμίλητους έρωτες του κόσμου.Σε μισώ γιατί μ' έκανες να ψάχνω το ποίημα στα τρέχοντα περιστατικά και να το βγάζω με εμβρυουλκό στην επιφάνεια της γραφής. Μα πιο πολύ σε μισώ που με άφησες να δω την τρέλα χωρίς να πέσω μέσα της, κι έφτασα να το δω γραμμένο στα ημερολόγια του Γκίνζμπερκ για να το καταλάβω. Σε μισώ γιατί είχες την τεράστια βεβαιότητα ότι είμαι ο αγαπημένος, βεβαιότητα τόση που να σε βρίσκω στα μάτια εκείνων που στο μίσος τους έμοιαζα άτρωτος. Γι αυτό σε μισώ. Γιατί με έκανες αισθηματία κι άτρωτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου