Το ωτομοτρίς ασημογάλαζο με κατέβασε Προφήτης
Ηλίας. Με περίμενε η θεία η Καλλιόπη. Γιατί με έστελναν; Ποιο ήταν το
επιχείρημα; Μάλλον τα παράπονα της μάνας μου ότι είμαι ζωηρός. Με ένα
ωραίο σακιδιάκι αθηνέϊκο, δεύτερο χέρι, κυλινδρικό γαλάζιο που είχε ένα
σκοινί κι έσφιγγε στη μια πελυρά. Τα εισητήρια του τρένου ήταν από
χοντρό χαρτόνι καφέ κι άκουγες το κρακ με το ειδικό μηχάνημα που τα
τρυπούσε ο ελεγκτής με το περίκομψο πηλήκιο. Τότε δεν υπήρχε ακόμα η
σύνδεση του σταματημένου τρένου με τον
Καχτίτση. Μα εγώ πριν καν τα διαβάσω τα έζησα κατάσαρκα. Αφού σκούπισα
το μάγουλο από το σάλιο του φιλιού της θείας τραβήξαμε για την παραλία
στις καλύβες. Εκείνη κι θείος ο Μπάμπης ο αυστηρός πήγαιναν χρόνια κάθε
καλοκαίρι. Είχαν δική τους καλύβα. Το πρώτο ήταν ότι μέσα η άμμος δεν
έκαιγε. Δρόσιζε το ποδαράκι σου άμα είχες περπατήσει την παραλία με την
αμμουδιά. Μετά το φαί. Αυγά με ντομάτα γιατί είχε γκαζιέρα και
μαγείρευε. Αυτό θυμάμαι. Νερό η βίκα. Από που το έφερναν δεν κατάλαβα.
Κάποιο πηγάδι εκεί κοντά. Κατά το βράδυ μετά το μπες βγες όλη μέρα στο
νερό σου έδιναν και το φανελάκι το λευκό το αμάνικο. Μετά η νύχτα. Με το
ένα φως κάθε καλύβα με τα εμαγιέ πιάτα με το κορμί που απέδιδε τη ζέστη
που είχε φάει όλη τη μέρα. Τις πρόλαβα τις καλύβες. Αλλά γιατί με
έστελναν; Μάλλον για να με τυραννάει η μνήμη τώρα. Μάλλον για να λάμπει η
πρόθεσή τους ότι ήταν καλή, αλλά κάτι την έκανε από κοντά βία. Για να
μην διαβάζω βιβλία και να απασχολούμαι γιατί στη μάνα μου είχαν κάνει
κακό. Γιατί έτσι ήξεραν να λένε σ΄αγαπώ. Γιατί;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου