Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2017

Πέντε του Λιτοχώρου

                                                   Απαγορεύεται η αναδημοσίευση

1
Γέρο, έτσι με έλεγαν γέρο, ανέβα να καθαρίσεις το χιόνι από το Καψιμί, θα πέσει η στέγη, είναι από τσίγκια. Μου έδωσαν το φτυάρι μπήκα στον κουβά που είχε το βελόνι στην άκρη, μάλλον θα το έφεραν από το μηχανικό απέναντι... Τι να καθαρίσεις που ήταν ένα μέτρο πάχος κι είχε κιόλας σφίξει... μια δυο φτυαριές το ρισκάραμε να μείνει ακαθάριστο και να το αφήσουμε να λιώσει. Ο Ζώτος είχε βγάλει κιόλας το περισυλλογής από τον όρχο μπροστά στα μαγειρεία, είχε διπλώσει μια νταλίκα λέει στις στροφές του Πλαταμώνα κι είχε κόψει την κυκλοφορία, θα πήγαινε να ανοίξει το δρόμο. Φόραγε μια κουκούλα που άφηνε μονάχα τα μάτια γιατί το όχημα το οδηγούσες με το κεφάλι έξω χωρίς καμιά προστασία, α ρε Βασίλη, ακόμα τον θυμάμαι στις τελευταίες ετοιμασίες, συρματόσκοινο φτυάρια ως να φύγει για κάτω. Έξω από το στρατόπεδο περνούσαν κάτι Λιτοχωρινοί με σκι. Ἐπρεπε να πάνε σε κάτι σπίτια ψηλά στο χωριό να τους πάνε τσιγάρα και να δουν μην έχουν καμιάν άλλη ανάγκη. Είκοσι μέρες κράτησε. Τα μεγάλα χιόνια του 87 όπου έπιανες το μέταλο του άρματος και σου έκαιγε το χέρι, Αρδέννες του 44, οιωνεί εμπόλεμος, σ' ένα λευκό σαν χαρτί, η Κίρκη έκανε δεκαοχτώ ώρες ταξείδι ως να φτάσει για να με δει τέσσερις, το εμ τιβί έπαιζε στα μαγαζιά στην Κατερίνη σε όλες τις οθόνες. Το χιόνι έπεφτε έπεφτε όπως στο τελευταίο διήγημα των Δουβλινέζων του Τζόϋς και μου έστρωνε μελλοντικές γραφές. 

2
Κάποιος είχε βρει την κινηματογραφική μηχανή και κάτι φιλμ ασπρόμαυρα για τον πυρηνικό πόλεμο και κάναμε νυχτερινή στο καψιμί, ψοφόκρυο και στον ελληνικό στρατό υπάρχει μονίμως πρόβλημα απασχολήσεως σε τόσα αρχίδια, κυριολεκτώ, μαζεμμένα... να βγαίνουν οι αρχηγοί όπλου μετά να δηλώνουν το αξιόμαχον... Κάπου στην κατασκευή των αντιπυρηνικών ορυγμάτων ήρθε από την πύλη ο σκοπός να πει: Γέρος, επισκεπτήριο. Επισκεπτήριο εγώ, τετρακόσια χιλιόμετρα από την περιοχή ενδιαφέροντος μου; Στην πύλη με περίμενε η Ναυσικά,το είπε ότι θα έλθει και το έκανε. Κατερινιώτισσα στο Λιτόχωρο δεν κατέβαινε
εκτός κι αν ήταν για ορειβατικούς λόγους η σε κανένα περίπατο με τέσσερα επί τέσσερα κι αυτή είχε έρθει με το λεωφορείο της γραμμής. Πήγαμε στο παγκάκι δίπλα στην πύλη κάνοντας τα τυφλά κουτάβια του έρωτα... έχει πολύ ήλιο στην Ελλάδα για να καταλάβεις τη μεταφυσική του κρύου. Και μείναμε εκεί ως το τελευταίο λεωφορείο για πίσω. Ελάχιστοι ξέραν τότε την Ευδοκία κι εμείς την παίζαμε σε παραλλαγές και σε συνωμοσία με το Νίκο το λοχία το σκηνοθέτη... Με το που μπήκα στο καψιμί γυρίζοντας ξέσπασαν σε χειροκρότημα για το γέρο και ιαχές... απότι φαίνεται η ενημέρωση ήταν συνεχής για τα τεκταινόμενα στην πύλη. Και τώρα θα πρέπει να τελειώσω την αφήγηση με μια αποστροφή που να σας πιάσει τα σπλάχνα για τη φυγή του χρόνου και τον άπορο έρωτα. Υπάρχει ένας τίτλος θεατρικού έργου που για μένα τα σημαίνει όλα από τη θέση της σκοπιάς στην πυλή εξοδούχων: Η καρδιά μου εκειπάνω στα Ψηλά.


Πήρα την πολιτική ταυτότητα από το πρώτο γραφείο, Κυριακή, σαν να μου δίνανε πίσω μια ζωή που πια είχα τόσο αλλάξει που δεν ήξερα τι να την κάνω. Είχα περάσει το προηγούμενο βράδυ σε μια Κατερίνη που έμοιαζε με λούνα παρκ στην καλοκαιρινή της εκδοχή. Περιφερόμουνα για μια συνάντηση. Τίποτα. Η ζωή δε με ήθελε. Το απολυτήριο ήταν μια δίψα που έκαιγε όλα τα χαρτιά. Τον καλύτερο τρόπο να σε κλειδώνει απέξω του τον έχει ο στρατός. Από την πύλη της εικοσιτρία ως την πλατεἰα απάνω όλοι οι δεσμοί είχαν σπάσει. Ήμουν ένας κανένας κι αυτό το έπιανα στο στομάχι σαν ναυτία. Πήρα ένα ταξί ως την εθνική και στο πρώτο λεωφορείο που περνούσε σήκωσα χέρι για κάτω, προς Αθήνα, με κάτι που τέλειωνε και θα ήταν, το ήξερα, τόπος μιας απέραντης νοσταλγίας. Ο Τόμας ντε Κουίνσυ μας αποκάλυψε την αφόρητη αίσθηση του να ψάχνεις μιαν Άννα σε μια πόλη, να μην τη βρίσκεις, κι αυτή πιθανόν να είναι στο αποκάτω στενό.
[΄Οπως απεδείχθη, χρόνια μετά, λίγο μετά, ένα αυτοκίνητο με έψαχνε στα πρόσωπα των περαστικών. Οι χρόνοι της ζωής δεν συνέπεσαν για μια συνάντηση. Μας απομένει όμως μια μόνιμη δυνατότητα σε ένα κόσμο ρεμβασμού να βλέπουμε τις ποιητικές διαστάσεις αυτής της μη συνάντησης, σαν τη μητέρα όλων των παρά λίγο που τόσο μας συγκινούν στις κινηματογραφικές αίθουσες]
 
4
Αυτός που θα πήγε να ανάψει το καντήλι στο παραλιακό κοιμητήριο της Ακράτας κι είδε κάτω από τον σιδερένιο κρίκο το τσιγάρο, θα παραξενεύτηκε. Το τάφο τον διακρίνεις γιατί είναι κατάμαυρος στους υπόλοιπους λευκούς. Μαύρο πρόβατο Σακκελαρά ακόμα και στο θάνατο. Στην πόρτα της εκκλησίας ανήμερα Χριστούγεννα μου το είπε ο νεωκόρος:Τα ΄μαθες, ο δικός σου μας άφησε χρόνους, στουκάρησε με αμάξι έξω από το σπίτι του και πάει. Σκέφτηκα τα κορίτσια, Κορινός Αλεξάνδρεια Βροντού, το τελευταίο βράδυ που έφευγε, ο Αργύρης, ο ευσταλής με όλη τη στρατιωτική λαογραφία του μπλάνκο πάνω του, που έλεγε θ' ανοίξω μπαρ και το άνοιξε και πήγα κι έλεγα στο γκαρσόνι τον ιδιοκτήτη θέλω και ειδωθήκαμε για τελευταία φορά. Δεν του έκατσε η αγάπη κι αυτό είναι πιο πολύ που με πονάει. Γιατί αυτός έδινε απλόχερα αλλά που παραλήπτες. Όπως τότε που έβγαλε το αμπέχωνο για να το πάμε δώρο στη Ναυσικά, να το φοράει στην Κατερίνη και να ψάχνονται από πιο στρατόπεδο το είχαν τσιμπήσει. Τώρα κοιμάται και χτυπάει ο ήλιος και η βροχή την πορσελάνη της φωτογραφίας του στον μαύρο τάφο σε όλους γύρω τους λευκούς, η σειρούλα μου, το κολλητάρι μου,το μαύρο πρόβατο ως και στο θάνατο με τα μαλλιά ξανθά και βούρτσα να τον αφήνει ο χρόνος μιαν εικόνα απείραχτη όσο εμάς μας γερνάει.

5
Ήρθε νέος, μου είπαν, λόγω επιστράτευσης... μόλις έκλεισα το καψιμί πήγα και τον βρήκα στα σκαλιά της αναφοράς. Φιλαράκι του λέω, ούτε που μίλησε. Πήγα στο θάλαμο, σενιαρίστηκα και ξαναγύρισα... πάλι δε μίλαγε. Άρχισα τις απειλές για καψόνι, θα μετρήσουμε με σπίρτα την περίμετρο και τέτοια, ώσπου μου το έσκασε το παραμύθι ότι ο πατέρας του είχε αυτοκτονήσει λίγο καιρό πριν. Κοίτα μαλάκα, του λέω, μην κοιτάς τώρα που είναι επιστράτευση, μόλις περάσει θα βγεις εξοδούχος Κατερίνη, είσαι ωραίο παιδί και το μουνί θύελλα. Θα ξεχάσεις όχι τον πατέρα σου, αλλά και τη μάνα σου μαζί. Μαλακά στη σκοπιά είπα όπου έπρεπε μην ανοίξει κανένα τελαμώνα και μας τιναχτεί... Πέρασε ο καιρός κι ένα βράδυ, δώδεκα έφταναν οι τελευταίοι από Κατερίνη, χοροπήδαγε στο διάδρομο, θαλαμοφύλακας εγώ, το πρώτο φλέρτ. Γύρισα και του έκανα με το δάχτυλο, "τι σου έλεγα;", κι ήρθε καταπάνω μου να μου δώσει μπουνιές, η πληρωμή των προφητών. Μ' άφησε μέσα γιατί ο θάνατος του πατέρα του τον είχε κάνει προστάτη οικογενείας... Είχαμε ψυχρανθεί όταν έφυγε, συμβαίνουν αυτά, κι εκεί που έλεγα το κωλόπαιδο ούτε γεια, σηκώνω την κουβέρτα που τύλιγε το μαξιλάρι να πέσω για ύπνο κι ανάμεσα σ' ένα τσιγαρόχαρτο από πακέτο ένα τσιγάρο και γραμμένο με στυλό ένα "ευχαριστώ για όλα". Είχε μάθει κιόλας πως αποχαιρετιούνται οι άντρες. Το τσιγαρόχαρτο, ακόμα το κρατάω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου