20. Και εβιάσθηκα να κινήσω για το ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου, γιατί είδα πως εχασομέρησα, και ήθελα να φθάσω για να περιγράψω τη γυναίκα της Ζάκυνθος.
21. Και ιδού καμία δωδεκαριά ψωρόσκυλα που ηθέλανε να μου εμποδίσουν το δρόμο,
22. και μη θέλοντας εγώ να τα κλοτσοβολήσω για να μην εγγίξω την ψώρα και τα αίματα πούχανε, εστοχασθήκανε πως τα σκιάζουμαι,
23. και ήρθανε βαβίζοντας σιμότερά μου· όμως εγώ εκαμώθηκα πως σκύφτω να πάρω πέτρα,
24. και έφυγαν όλα και εξεθύμαιναν τα κακορίζικα ψωριασμένα τη λύσσα τους, το ένα δαγκώνοντας το άλλο.
25. Αλλά ένας όπου εδιαφέντευε κάποια από τα ψωρόσκυλα επήρε κι αυτός μιά πέτρα,
26. και βάνοντας ο άθεος για σημάδι το κεφάλι εμέ του Διονυσίου του Ιερομόναχου δεν το πίτυχε. Γιατί από τη βία τη μεγάλη, με την οποίαν ετίναξε την πέτρα, εστραβοπάτησε και έπεσε.
27. Έτσι εγώ έφτασα στο κελί του Αγίου Λύπιου παρηγορημένος από τές μυρωδίες του κάμπου, από τα γλυκότρεχα νερά και από τον αστρόβολον ούρανό, ο όποιος εφαινότουνα από πάνου από το κεφάλι μου μία Ανάσταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου