Το μεγάλο πρόβλημα του κυρίου Λαλιώτη είναι το πώς θα τιθασεύσει τις γνώσεις, τα συναισθήματα, τον παρορμητισμό, τις σκέψεις, τις εμπειρίες, τα “φαντάσματα” και άλλα τινά που ξεπετιούνται σαν λερναία ύδρα μπροστά του. Πώς θα διαχειριστεί τη θάλασσα μέσα του χωρις να πνιγεί και κυρίως χωρίς να την πνίξει.
Η “Μάσενκα” ως μούσα, όπως λέει και ο κος Ριτσώνης, ήρθε σαν απάντηση στους προβληματισμούς μου.
Ήρθε την κατάλληλη ώρα στον κο Λαλιώτη, να σχηματοποιήσει και να χαλιναγωγήσει το δαιδαλώδες σύμπαν του πληρώνοντάς τον με το ίδιο ακριβώς νόμισμα: Με μια τρικυμιώδη έμπνευση, υπαγορεύοντας σταθερά το χέρι του έτσι που το «να μιλήσω πάλι για σένα» (σελ.17) δεν έχει ούτε παραλήπτη ούτε αποδέκτη, δεν ορίζεται.
Είναι η ποιητική εκδοχή -ως ύφος- του Κορτάζαρ, ή όπως έγραφε ο Φουέντες για αυτό: Δεν ειναι απλώς ένα μυθιστόρημα, αλλά το κουτί της Πανδώρας», ένα βιβλίο που είναι πολλά βιβλία.
Τη δεδομένη, λοιπόν, χρονική στιγμή για τον κ. Λαλιώτη μόνο ένα «άλλο» πρόσωπο, θα μπορούσε να τον απελευθερώσει από την ελευθερία του, να τον δεσμεύσει με τα δικά του δεσμά. Ένα πρόσωπο στο οποίο να “αφεθεί”, να παραδοθεί, άνευ όρων ακόμα και αν «δημοσίως» προσπαθεί να την ερμηνεύσει, να την εξηγήσει. Πάντα θα του ξεφεύγει. Και αυτή είναι η «Μάσενκα».
Ένα βιβλίο που διαβάζεται με το μολύβι στο χέρι και τις αισθήσεις σε υπερδιέργεση.
Εύχομαι καλούς αναγνώστες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου